αἱμυλία
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ἡ, (αἱμύλος) wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 encanto, seducción, persuasión en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, cf. Aem.2, 2.16b, Phld.Rh.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.
2 verosimilitud, plausibilidad λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas), Ael.NA 5.49.
3 en mal sent. como sinónimo de βωμολοχία chocarrería Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμυλία -ας, ἡ αἱμύλος innemendheid.
German (Pape)
ἡ, gefälliges Benehmen, Artigkeit, Plut. καὶ χάρις Num. 8; Alciphr. 3.43.
Russian (Dvoretsky)
αἱμῠλία: ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.
Greek Monotonic
αἱμυλία: ἡ (αἱμύλος), απόκτηση ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, νίκη, κατάκτηση, σε Πλούτ.