πάραντα
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
Adv. sideways, sidewards, sideward, Il.23.116.
German (Pape)
[Seite 492] seitwärts, seitab, πολλὰ δ' ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116. – Das adj. παράντης scheint nicht vorzukommen.
French (Bailly abrégé)
adv.
de côté.
Étymologie: παρά, ἄντα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-αντα adv., zijwaarts.
Russian (Dvoretsky)
πάραντᾰ: adv. в сторону, в бок (ἄναντα κάταντα π. τε Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πάραντα: Ἐπίρρ., ἐκτὸς τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πολλὰ δ’ἄναντα κάταντα πάραντά τε, δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116, ἀλλὰ κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. «πάραντα, μήτε ἀνωφερῆ μήτε κατωφερῆ, ἀλλὰ εὐθύτομα», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «τὰ παρὰ τὰ ἀντικρύ, οἷον πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ».
English (Autenrieth)
(ἄντα): sideways, Il. 23.116†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τα πλάγια, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο» (πρβλ. κάταντα)].
Greek Monotonic
πάραντα: επίρρ., πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.