συσσείω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
A shake together, τὰ τείχη Polyaen.6.3; τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν Gp.11.17.4:—Pass., Arist.Pr.966b12, Him.Or.2.23.
2 make to tremble, LXX Ps.28(29).8.
3 metaph. of intoxication, συνέσεισέ μ' ἐκποθεῖσα φιάλη Xenarch.2.2.
German (Pape)
(σείω), zusammen schütteln, erschüttern, überh. zugleich, zusammen in Bewegung setzen; H.h. Merc. 94; Ath. XV.693.
Russian (Dvoretsky)
συσσείω: сотрясать: συσσείεσθαι κάτω Arst. стряхиваться вниз.
Greek (Liddell-Scott)
συσσείω: σείω ὁμοῦ, τὰ τείχη Πολύαιν. 6. 3. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 37. 6. 2) κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΗ΄, 7, κ. ἀλλ.). 3) μεταφορ., ἐπὶ μέθης, συνέσεισέ μ’ ἐκποθεῖσα φιάλη Ξέναρχ. ἐν «Διδύμοις» 1.
Spanish
conmover, agitar al mismo tiempo
Greek Monolingual
ΜA
σείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)
μσν.
ενοχλώ, ταράζω
αρχ.
1. κάνω κάποιον να τρέμει
2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω
3. περιστρέφω, στριφογυρίζω.
Léxico de magia
conmover, agitar al mismo tiempo como acción de la divinidad ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας ζῶν θεός, ... ὁ συνσείων, ὁ βροντάζων te lo ordena el gran dios vivo, el que conmueve, el que truena P IV 1039 ὁρκίζω σε τὸν συνσείοντα τοὺς τέσσαρας ἀνέμους ἀπὸ τῶν ἱερῶν αἰώνων te conjuro a ti por el que agita al mismo tiempo los cuatro vientos desde los sagrados eones P IV 3066 P XII 87