ἐπαναγκάζω

From LSJ
Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰναγκάζω Medium diacritics: ἐπαναγκάζω Low diacritics: επαναγκάζω Capitals: ΕΠΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: epanankázō Transliteration B: epanankazō Transliteration C: epanagkazo Beta Code: e)panagka/zw

English (LSJ)

compel by force, constrain, c. acc. et inf., A.Pr.671, Ar.Av.1083, PHib.1.34.3 (iii B.C.), etc.:—Pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar.Pl.525, etc.: freq. with inf. omitted, οὐδ' ἐπηνάγκαζε οὐδὲ εἷς (sc. αὐτοὺς προϊέναι) Hdt.8.130, cf. Ar.Pl.533, Th.5.31.

German (Pape)

[Seite 899] dazu nöthigen, Her. 8, 130; mit dem acc. u. inf., ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Aesch. Prom. 674; Ar. Av. 1083; absolut, Her. 8, 130 u. Thuc. 5, 31, wie Andoc. 4, 17; ἑαυτὸν φίλον τινὶ γίγνεσθαι Plat. Prot. 345 e; Sp.; auch pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar. Plut. 525.

French (Bailly abrégé)

forcer, contraindre.
Étymologie: ἐπί, ἀναγκάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰναγκάζω: заставлять силой, принуждать (τινὰ ποιεῖν τι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst.; ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς καὶ σκάπτειν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἀναγκάζω, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς αὐτόθι 525· - τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31.

Spanish

obligar

Greek Monolingual

ἐπαναγκάζω (Α)
αναγκάζω με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναγκάζω (< ανάγκη)].

Greek Monotonic

ἐπᾰναγκάζω: μέλ. -άσω, αναγκάζω με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. άσω
to compel by force, constrain to do a thing, c. inf., Aesch., Ar.

Léxico de magia

c. ac. e inf. obligar por medios mágicos, un dios a alguien ἐπαναγκάσατε τὴν δεῖνα τῆς δεῖνα, ἐὰν ἅψαιμι, ἐπακολουθῆσαι obligad a fulana, hija de mengana, a seguirme, si yo la toco P VII 979 ἐπαναγκάσῃς ἀεὶ αὐτοὺς ποιεῖν πάντα τὰ γεγραμμένα ὑπ' ἐμοῦ oblígales a hacer siempre todo lo escrito por mí P XII 50