τρύπα

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α
1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή
2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη
νεοελλ.
1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια
2. μτφ. κατάστημα ή δωμάτιο με πολύ μικρές διαστάσεις (α. «ζει σε μια τρύπα» β. «παρά το γεγονός ότι το μαγαζί του είναι μια τρύπα, αυτός κάνει χρυσές δουλειές»)
3. συνεκδ. αιδοίο ή πρωκτός
4. φρ. α) «βουλλώνω τρύπες»
μτφ. καλύπτω μια ανάγκη, εξοφλώ χρέη
β) «κάνω μια τρύπα στο νερό»
μτφ. κάνω κάτι εντελώς ανώφελο, ματαιοπονώ
5. παροιμ. «η αλεπού στην τρύπα της δεν χώραγε, κολοκύθια μάζευε» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να κάνουν πράγματα πολύ ανώτερα από τις δυνάμεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρήματος τρυπῶ].

Translations

hole

Adyghe: абан, гъуанэ; Albanian: vrimë; Aleut: hunax̂, tatax̂; Apache Western Apache: o'i'án; Arabic: ⁧ثَقْب⁩, ⁧حُفْرة⁩; Egyptian Arabic: ⁧حرق⁩, ⁧خرم⁩; Hijazi Arabic: ⁧خُرْق⁩, ⁧خُرْم⁩, ⁧فَتْحة⁩, ⁧حُفرة⁩, ⁧ثُقْب⁩; South Levantine Arabic: ⁧خرم⁩, ⁧خزق⁩; Aragonese: forau; Armenian: անցք, ծակ; Aromanian: gavrã, guvã; Assamese: গাঁত, ফুটা; Asturian: furacu, buracu, fueyu; Azerbaijani: deşik, dəlik; Bashkir: батынҡы урын, соҡор; Belarusian: дзі́рка; Bengali: গর্ত; Bulgarian: дупка, яма; Burmese: တွင်း; Catalan: forat; Chechen: ӏуьрг; Cherokee: ᎠᏔᎴᏒᎢ; Chinese Cantonese: 窿; Mandarin: 孔, 洞, 穴; Corsican: tufone; Crimean Tatar: teşik; Czech: díra; Danish: hul; Dutch: gaatje, gat, holletje, opening; Erzya: варя; Esperanto: truo; Estonian: auk; Evenki: саңар; Faroese: hol; Finnish: kuoppa, kolo; French: creux, trou; Galician: burato, buraco, pía, foca; Georgian: ნახვრეტი, ხვრელი; German: Loch, Grube, Grübchen, Mulde, Vertiefung, Kerbe; Greek: τρύπα, οπή; Ancient Greek: βόθρος, ὀπή, τρυμαλιά, τρυμαλιή, τρύμη, τρῦπα, τρύπη, τρύπημα; Greenlandic: putu; Hebrew: ⁧חור \ חֹר⁩; Hindi: छेद, छिद्र; Hungarian: lyuk; Icelandic: hola; Ido: truo; Ilocano: abut; Indonesian: lubang; Ingrian: reikä, uuttu; Ingush: ӏург; Irish: poll; Italian: buco, pertugio, foro, cunicolo, fessura; Japanese: 穴; Kapampangan: busbus; Karachay-Balkar: тешик; Karaim: tiešik; Kaurna: yapa; Kazakh: тесік, жыртық; Khakas: тизік; Khmer: រូង, រន្ធ; Kikuyu: irima; Korean: 구멍; Kumyk: тешик; Kurdish Central Kurdish: ⁧چاڵ⁩; Northern Kurdish: kun; Kyrgyz: тешик; Lao: ຂຸມ, ຮູ; Latin: cavum, foramen, fovea, lacuna; Latvian: bedre, dobums; Lingala: libúlú; Lithuanian: duobė; Lombard: bus; Macedonian: дупка; Malay: lubang; Malayalam: തുള, ദ്വാരം, ഓട്ട, സുഷിരം; Manx: towl; Maori: poka; Mongolian: нүх; Nanai: сангар; Nogai: тесик; Norwegian: hull; Occitan: trauc; Odia: ଛିଦ୍ର; Old Church Slavonic Cyrillic: дира; Old Prussian: prālī; Pashto: ⁧سورى⁩, ⁧بغره⁩, ⁧غار⁩, ⁧منفذ⁩; Persian: ⁧سوراخ⁩; Plautdietsch: Loch; Polish: dziura; Portuguese: buraco, oco; Punjabi: ਮੋਰੀ, ਮੋਰਾ; Quechua: t'uqu; Romanian: gaură; Russian: впадина, яма; Samoan: lua; Saterland Frisian: Gat; Serbo-Croatian Cyrillic: отвор, рупа; Roman: otvor, rupa; Shor: тежик; Sicilian: pirtusu, purtusu, bucu; Skolt Sami: kååʹpp; Slovak: diera; Slovene: luknja; Southern Altai: тежик; Spanish: agujero, hoyo, abolladura, hendidura, depresión, pozo; Swedish: hål; Tagalog: butas; Tajik: сурох; Tamil: ஓட்டை; Tatar: чокыр, батынкылык; Thai: หลุม, รู; Tibetan: ཁུང་བུ, ས་དོང; Tocharian B: kāre; Tofa: дэлік; Turkish: delik; Turkmen: deşik; Tuvan: дежик; Ukrainian: ді́рка; Urdu: ⁧چھید⁩; Urum: тэшик; Uyghur: ⁧تۆشۈك⁩; Uzbek: teshik, tuynuk; Venetian: bus; Vietnamese: lỗ; Vilamovian: łöch; Volapük: hog; White Hmong: qhov; Yakut: хайаҕас; Yiddish: ⁧לאָך⁩; Zazaki: qul; Zhuang: congh