βλεφαρίς
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A eyelash, Ar.Ec. 402: mostly in plural, Id.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA658a11.
II = βλέφαρον, eyelid, Id.HA504a29.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
I 1pestaña βλεφαρίδ' οὐκ ἐσώσατο Ar.Ec.402
•frec. plu. pestañas Ar.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 658a11, Plu.2.659c, Gal.12.434, 450.
2 párpado βλεφαρίδων καμπυλότης Hp.Coac.214, μύουσι γὰρ τῇ κάτω βλεφαρίδι πάντες Arist.HA 504a29.
II agr. bollón, yema que echa una planta κρυμὸς γέγονε ... καὶ τὰς βλεφαρίδας τῶν ἀμπέλων ... ἀνέκοψεν Gr.Naz.Ep.57.1.
German (Pape)
[Seite 449] ίδος, ἡ, Augenwimper, Ar. Equ. 373 Eccl. 402 Xen. Mem. 1, 4, 6 Arist. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
v. βλέφαρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλεφαρίς -ίδος, ἡ βλέφαρον meestal plur., oogwimper.
Russian (Dvoretsky)
βλεφᾰρίς: ίδος ἡ
1 преимущ. pl. ресница Arph., Xen., Arst., Plut.;
2 веко Arst.
Greek (Liddell-Scott)
βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ θρὶξ τοῦ βλεφάρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 402· τὸ πλείστον πληθ. = τρίχες τῶν βλεφάρων, Λατ. cilia, ὁ αὐτ. Ἱππ. 373, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 6, Ἀριστ. Ζῴ. Μορ. 2.14,1, κτλ. ΙΙ. = βλέφαρον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ.2.12,7.,3.11,7. κ. ἀλλ. [ὁ Δράκων σ. 45 λέγει ὅτι σχηματίζει τὴν γεν. εἰς -ῖδος παρ᾿ Ἴωσιν· ἀλλ᾿ οὐδὲν τοιοῦτο παράδειγμα εἶναι γνωστόν].
Greek Monolingual
η
βλ. βλεφαρίδα.
Greek Monotonic
βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ, βλεφαρίδα, τσίνορο, στον πληθ. βλεφαρίδες, Λατ. cilia, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
an eyelash, in plural eyelashes, Lat. cilia, Ar., Xen., etc.