ὠτίς
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (οὖς)
A bustard, Otis tarda, X.An.1.5.2sq., Arist.HA 509a4, al., Ael.NA5.24, Opp.C.2.407; cf. οὐτίς, ὀτίς.
II μυὸς ὠτίς, v. μυοσωτίς.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte d'oiseau, pê outarde (lat. otis tarda).
Étymologie: οὖς.
German (Pape)
ίδος, ἡ,
1 eine Trappenart mit langen Ohrfedern, vielleicht Otis Arabs Linn.; Xen. An. 1.5.2; Arist. H.A. 9.33.
2 in der Baukunst ein Vorsprung, Etwas darauf zu stellen, eine Console.
3 wahrscheinlich auch = ἐπωτίς, eine Ohrendecke, Ohrenklappe, s. Lobeck Phryn. p. 656.
Russian (Dvoretsky)
ὠτίς: ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) εἶδος πτηνοῦ ἔχοντος μέγεθος χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. ὠτός.
Greek Monolingual
-ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ
βλ. ωτίδα.
Greek Monotonic
ὠτίς: -ίδος, ἡ (οὖς), είδος γερανού με μακριά φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὠτίς, ίδος, ἡ, [οὖς]
a kind of bustard with long earfeathers, prob. the great bustard, Xen.