μακαρισμός
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ὁ, pronouncing happy, blessing, Pl.R. 591d, Arist.Rh.1367b33, Andronic. Pass.p.570 M., Plu.2.471c; giving praise or thanks, Epicur.Sent. Vat.52, Phld.D.3 Fr.86a.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de vanter ou d'envier le bonheur d'autrui.
Étymologie: μακαρίζω.
German (Pape)
ὁ, das Glücklichpreisen, Plat. Rep. IX.591d, Arist. rhet. 1.9 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκᾰρισμός: ὁ восхваление, превознесение, прославление Plat., Arst., NT.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μακαρίζειν, Πλάτ. Πολ. 591D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4.
English (Strong)
from μακαρίζω; beatification, i.e. attribution of good fortune: blessedness.
English (Thayer)
μακαρισμου, ὁ (μακαρίζω), declaration of blessedness: λέγειν τόν μακαρισμόν τίνος, to utter a declaration of blessedness upon one, a fuller way of saying μακαρίζειν τινα, to pronounce one blessed, Plato, rep. 9, p. 591d.; (Aristotle, rhet. 1,9, 34); Plutarch, mor., p. 471c.; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ο (AM μακαρισμός) μακαρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μακαρίζω, καλοτύχισμα
2. στον πληθ. οι μακαρισμοί
οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους ομιλία του Ιησού
μσν.-αρχ.
υπόσχεση για ευλογία
αρχ.
απόδοση επαίνων ή ευχαριστιών.
Greek Monotonic
μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, ανακήρυξη κάποιου ως ευτυχισμένου, το καλοτύχισμα, σε Πλάτ., Αριστ.
Middle Liddell
a pronouncing happy, blessing, Plat., Arist.
Chinese
原文音譯:makarismÒj 馬卡里士摩士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:有福(著)
字義溯源:祝褔,稱為有福,福,福氣,有福,祝賀;源自(μακαρίζω)=稱為有福),而 (μακαρίζω)出自(μακάριος)*=極其蒙褔的)
出現次數:總共(3);羅(2);加(1)
譯字彙編:
1) 福氣(1) 加4:15;
2) 福(1) 羅4:9;
3) 有福的:(1) 羅4:6