ὁδοιπλανέω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
roam about, Ar. Ach.69; οἶμον ὁ. Nic. Th.267.
German (Pape)
[Seite 293] umherirren; διὰ τῶν πεδίων ὁδοιπλανοῦντες, Ar. Ach. 69; ὁδοιπλανάω ist falsche Form, s. Lob. Phryn. 630.
French (Bailly abrégé)
ὁδοιπλανῶ :
errer de côté et d'autre, s'égarer.
Étymologie: ὁδοιπλανής.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιπλᾰνέω: блуждать по дорогам, странствовать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπλᾰνέω: περιπλανῶμαι, ἀπὸ ὁδοῦ εἰς ὁδόν, περιφέρομαι, καὶ δῆτ’ ἐτρυχόμεσθα παρὰ Καΰστριον πεδίον ὁδοιπλανοῦντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 69· ὁδ. οἶμον Νικ. Θ. 267· ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λοβ. Φρύνιχ. 630. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 295.
Greek Monotonic
ὁδοιπλᾰνέω: μέλ. -ήσω, διέρχομαι από τον δρόμο, ταξιδεύω, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὁδοιπλᾰνέω, fut. -ήσω
to stray from the road, wander or roam about, Ar. [from ὁδοιπλᾰνής]