χελύνιον
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
[ῡ], τό, Dim. (in form only) of χελύνη 1.1,
A lip, Mitteil. aus d. Papyrussamml. d. Nationalbibl. in Wien 1 (1932).160, Hippiatr. 1.
2 Dim. (in form only) of χελύνη1.2, jaw, Hp.Ep.23 (-ειον codd.), Hipparch.2.3.35, J.AJ4.4.4, Hippiatr.34.
3 cranium, Hipparch.3.2.8.
II = χελώνιον 1.1, Hsch.: pl., f.l. for χελώνια ΙΙ, LXX De.34.7 cod.Alex.
German (Pape)
[Seite 1348] τό, dim. von χελύνη, ein Teil des Opferthiers, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
χελύνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀθανάσ. 2) ἡ σιαγὼν (ἴδε ἐν λ. χελύνειον). ΙΙ. = χελώνιον (ἐκ τοῦ χέλυς ΙΙ), τὸ στῆθος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 4. 2) ὁ οὐράνιος θόλος, Ἵππαρχ. εἰς Ἄρατ. 243Ε.
Greek Monolingual
και χελύνειον, τὸ, ΜΑ χελύνη (Ι)]
1. χελύνη, χείλος
2. σαγόνι, κάτω γνάθος
3. κομμάτι, κυρίως το στήθος, από το σφάγιο της θυσίας
4. ο ουράνιος θόλος.