κομίζω
English (LSJ)
fut.
A κομιῶ Od.15.546, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec.800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): aor. ἐκόμισα, Ep. ἐκόμισσα Il.13.579, κόμισσα Od.18.322, κόμισα Il.13.196; Dor. ἐκόμιξα Pi.P.4.159: pf. κεκόμικα Hdt.9.115, etc.:—Med., fut. κομιοῦμαι Ar.V.690, Th.1.113, etc.; Ion. -ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late κομίσομαι Phalar.Ep.135: aor. ἐκομισάμην Hdt.6.118, etc.; Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—Pass., fut. -ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: aor. ἐκομίσθην Hdt.1.31, Th.5.3, etc.: pf. κεκόμισμαι D.18.241: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: (κομέω):—take care of, provide for, τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541; τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546; ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113, etc.; κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch.262, 344; receive, treat, φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65 codd.:—more freq. in Med., καί σε . . κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284, cf. Od.14.316; Σίντιες . . ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594; κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127, cf. Is.1.15:—Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451. 2 of things, attend, give heed to, τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490, Od.21.350; κτήματα μὲν . . κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.; τὸν χρυσόν Hdt.1.153; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—Med., ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op.393; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up... ib.600. II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον . . κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν . . ἑταῖροι 3.378, cf. 13.579; later, simply, save, rescue, ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56; ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr.1264, cf. S.Aj. 1397:—in Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch.683, cf. Hdt.4.71. 2 carry off as a prize or booty, χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875; κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19; ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC1411:—in Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp.432; τριώβολον Ar.V.690; τὴν ἀξίαν Pl.R. 615c; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib.621d; κ. τί τινος S.OT580; τι παρά τινος Th.1.43; τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10; gather in, reap, καρπόν Hdt.2.14: pf. Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231; κεκόμισται χάριν Id.21.171; ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14, cf. Is.5.22; simply, receive, ἐνηρόσιον SIG1044.31 (Halic., iv/iii B.C.); ἐπιστολήν PCair.Zen.186 (iii B.C.) ; μισθόν IG42(1).99.24 (Epid., ii B.C.); ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3Fr. 84. 3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286. 4 carry, convey, κόμισαν δέπας 23.699, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant.444:—Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag.1035, cf. Pr.394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense fut. and aor. Med. sts. occur, κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62; οἳ ἂν κομίσωνται . . ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185; ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr.167 (lyr.). 5 bring to a place, bring in, introduce, κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj.530; import, Pl.R.370e, etc.; ξενικοῦ κομισθέντος νομίσματος Id.Lg.742c; κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28; οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN1096a17, cf. Metaph.990b2:—in Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118; ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63, cf. Ar.V. 833. 6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph.841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd.113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc.1064; κ. ναῦς Th.2.85; ἄρχοντα Id.8.61. 7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44; πάλιν κ. Pl.Phd. 107e, etc. 8 get back, recover, Pi.O.13.59; τέκνων . . κομίσαι δέμας E.Supp.273 (hex.), cf. 495:—Med., get back for oneself, τὸν παῖδα Id.Ba.1225, cf. IT1362; τὴν βασιλείαν Ar.Av.549; τοὺς ἄνδρας Th.1.113, cf. 4.117; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103; τὰ πρέποντα Id.4.98; ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.; διπλάσια Lys.19.57; τόκους πολλαπλασίους Pl.R.556a, etc.; κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8. 9 metaph., rescue from oblivion, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30. 10 bring, give, θράσος . . ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804 (anap.):—Act. and Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon.539, cf. 89, 668. II cite as an authority, Θεμιστοκλέα Phld.Rh.2.205 S. 12 Medic., extract, remove, Gal.2.632. III Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.; ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33, cf. 73; κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R.614b.
German (Pape)
[Seite 1477] (von κομέω), fut. κομίσω, att. κομιῶ, – 1) besorgen, warten, pflegen, mit dem Nöthigen versehen; den Gastfreund, τὸν δέ τ' ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποθὴ ἔσται Od. 15, 546; ἃς ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17, 111, vgl. 18, 321 κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε; ernähren, κόμισσε δὲ δῖ' Ἀφροδίτη τυρῷ καὶ μέλιτι 20, 68; pass., οὔτι κομιζόμενός γε θ άμιζεν, er ward nicht oft gepflegt, Homerisch = er ward gar nicht gepflegt, 8, 451; im med., τινά, gastlich bei sich aufnehmen, Il. 8, 284 Od. 14, 316. – Auch von Sachen, besorgen, beschicken; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, ἱστόν τ' ἠλακάτην τε Il. 6, 490 u. wiederholt in der Od.; auch κτήματα κομίζειν, das Vermögen verwalten, Od. 23, 355; im med., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Hes. O. 391, die Feldarbeit für sich besorgen, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὐ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, die Feldfrucht nach dem Maaße in Gefäßen wohl aufbewahren, 598; – ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν Pind. N. 5, 31; vgl. Aesch. Ch. 260. 340. – 2) daran reiht sich νεκρὸν κομίζειν, Il. 13, 196, den Todten besorgen, indem man ihn aufnimmt u. wegträgt, damit er nicht in die Hände der Feinde falle, aufhebenn. wegtragen; ῥῖψ' ἐπιδινήσας, er schleuderte den Helm, κόμισαν δ' ἐρίηρες ἑταῖροι, 3, 378; ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε· τὴν δ' ἐκόμισσε κήρυξ, der Herold nahm das Kleid auf, 2, 183; im med., κόμισαί με, bringe mich weg, bringe mich in Sicherheit, 5, 359; ähnlich Σίντιες ἐκομίσαντο πεσόντα, sie hoben den vom Olymp gestürzten Hephästus auf u. verpflegten ihn bei sich, 1, 594. – Daher davontragen, als Beute, χρυσόν, ἵππους, Il. 2, 875. 11, 738; ἄκοντα κόμισε χροΐ, er trug den Wurfspieß im Leibe davon, bekam einen Wurfspieß in den Leib, 14, 456, vgl. 463; so im med., ἔγχος ἐν χροῒ κομίσασθαι, 22, 286; Pind. τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νί. κας ἐκόμιξαν, N. 2, 19. – 3) übh. tragen, bringen, fortschaffen; Il. 23, 699 Od. 13, 68; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Aesch. Ch. 686, den Fuß aus dem Sumpfe tragend, lenkend; θράσος ἀκούσιον ἀνδράσι θνήσκουσι κομίζων Ag. 778; κόμιζε νῦν μοι παῖδα Soph. Ai. 526; τί μέλλεις κομίζειν δόμων τῶνδ' ἔσω O. R. 679; ἔπαινον O. C. 1413; πέμψον ἀμέμπτως, ἔνθ' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει, wohin die Parze führt, mitgehen heißt, Phil. 1452; vgl. Plat. Henez. 247 c; süh ren, ἀλλά νιν κομίζετ' εἴσω Soph. Ant. 574; auch κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, ib. 444; κόμιζε πρὸς θεῶν ἀπ' ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε, schaff sie aus den Augen, Eur. Alc. 1064, wie im med., κομίζου δ' ὡς τάχιστ' ἐξ ὀμμάτων, Aesch. Suppl. 927; κομίζουσι τὸν νεκρὸν ἐν ἁμάξῃ ἐς ἄλλο ἔθνος, sie schaffen den Todten auf einem Wagen zu einem andern Volke, Her. 4, 71; ἔδει τὴν μητέρα ζεύγεϊ κομισθῆναι ἐς τὸ ἱρόν 1, 31; ναῦς Thuc. 2, 85. 4, 16; οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει Plat. Phaed. 113 d; εἷς κεκόμικεν ἀργύριον ἱκανόν Crit. 45 b; auch ὕδατα ἄνω πηγαῖα κομίσας, hinausleiten, Critia. 113 e; ἐξ ἄλλης πόλεως αὐτῇ κομιοῦσιν ὧν δεῖται Rep. II, 370 e; – pass., gebracht werden, kommen, reisen, ziehen, bes. zurückkehren; ὅταν μεταλλάξηταί τις, κομίζεται εἰς τὴν ἀγοράν Pol. 6, 53, 1; πεζῇ κομιζόμενος ἐς Παιονίην Her. 5, 98; öfter im fut. u. aor. med., κομιεύμεθα ἐς Σίριν 8, 62, οἳ ἂν κομίσωνται ἀπὸ τῆσδε τῆς θαλάττης ἐς Βαβυλῶνα 1, 185; ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Thuc. 2, 33; ἡμέρας ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν κομισθῆναι, in denen sie muthmaßlich zurückkehren konnten, 2, 73; κομισθέντα ἐκ Λακεδαίμονος Plat. Legg. I, 629 b; κομισθεὶς οἴκαδε Rep. X, 614 b; Xen. u. Folgde. – Med. für sich fortbringen, sich Etwas verschaffen, sich erwerben; δόξαν ἐσ θλήν Eur. Hipp. 432; τὸ τριώβολον οὐ κομιεῖται Ar. Vesp. 690; σώφρονά τε ἀντὶ αἰσχρᾶς κομίσασθαι χάριν Thuc. 3, 58; τὸ αὐτὸ παρ' ὑμῶν 1, 43; τὴν ἀξίαν ἂν παρὰ θεῶν κομιζοίμεθα Plat. Legg. IV, 718 a, öfter; auch τόκους, Zinsen eintreiben, Rep. VIII, 555 e, wie τόκον παρά τινος Dem. 30, 9; χρήματα Lys. 32, 8, Geld einfordern; ähnl. κομίζεσθαι τιμωρίαν 12, 70; κομισάμενος τὴν θυγατέρα, nachdem ihr Mann gestorben, die Tochter wieder zu sich ins Haus nehmen, Is. 8, 8; anders Eur. Bacch. 1223 I. T. 1362. – Wieder bekommen, wiedererlangen; εἰ μὴ κομιούμεθα τὴν βασιλείαν Ar. Av. 550; so bes. von den Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc. 6, 103; auch = Gefangene wiedererhalten, 1, 113; ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isocr. 8, 22; Pol. 3, 51, 12 u. A. – Daher = retten, erhalten; im act. bei Pind., ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον Ol. 2, 14, ἐκ θανάτου P. 3, 56, öfter.