καταστύφω

From LSJ
Revision as of 20:33, 17 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστύφω Medium diacritics: καταστύφω Low diacritics: καταστύφω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΦΩ
Transliteration A: katastýphō Transliteration B: katastyphō Transliteration C: katastyfo Beta Code: katastu/fw

English (LSJ)

[ῡ], astringe: metaph. in Pass., of a person, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Men.Rh.p.389S.; τὸ κατεστυμμένον = sourness, harshness, Plu.Cat.Mi.46.

German (Pape)

[Seite 1383] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46.

French (Bailly abrégé)

rendre dur, rendre âpre : τὸ κατεστυμμένον PLUT caractère rude.
Étymologie: κατά, στύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στύφω wrang maken; overdr. ptc. subst. τὸ κατεστυμμένον = norsheid.

Russian (Dvoretsky)

καταστύφω: (ῡ) делать твердым, жестким: τὸ κατεστυμμένον Plut. жесткость, черствость.

Greek Monolingual

καταστύφω (Α)
1. κάνω κάτι πολύ στυφό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, -η, -ον
(για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον
μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στύφω «είμαι στυφός»].

Greek Monotonic

καταστύφω: [ῡ], καθιστώ κάτι στυφό ή ξινό — Παθ., μτχ. παρακ. τὸ κατεστυμμένον, ξινότητα, στυφότητα, τραχύτητα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστύφω: ῠ, κάμνω τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, αὐστηρότης, τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν».

Middle Liddell

to make sour: Pass., perf. part., τὸ κατεστυμμένον sourness, harshness, Plut.