παρακάθημαι

From LSJ
Revision as of 14:25, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακάθημαι Medium diacritics: παρακάθημαι Low diacritics: παρακάθημαι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: parakáthēmai Transliteration B: parakathēmai Transliteration C: parakathimai Beta Code: paraka/qhmai

English (LSJ)

inf. -καθῆσθαι,
A to be seated beside or near, τινι Ar.Ra. 1492, Th.6.13: abs., Pl.Cri.43b; οἱ παρακαθήμενοι Id.Prt.320c, al.; of passengers in a ship, GDI3835 (Rhodes).
2 of an army, encamp beside, Plb.9.11A.2.
3 to be busy about, τινι PSI4.402.10 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 480] (s. ἧμαι), daneben-, dabeisitzen; Plat. Crit. 43 a Prot. 315 d, τινί, wie Ar. Ran. 1491 u. Thuc. 6, 13; vom Heere, sich dabei lagern, Pol. 9, 44, 2.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κάθημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κάθημαι zitten naast, met dat.

Russian (Dvoretsky)

παρακάθημαι:
1 сидеть рядом (τινι Arph., Thuc.): οἱ παρακαθήμενοι Plat. сидевшие рядом, т. е. присутствовавшие;
2 быть расположенным рядом (στρατόπεδα παρακαθήμενα Polyb.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κάθομαι κοντά σε κάποιον, παραπλεύρως κάποιου
νεοελλ.-μσν.
κάθομαι μαζί με κάποιον ή δίπλα σε κάποιον, λαμβάνω μέρος σε συγκέντρωση μαζί με άλλους («παρακάθημαι σε γεύμα»)
αρχ.
1. (για στρατό) στρατοπεδεύω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
2. απασχολούμαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κάθημαι.

Greek Monotonic

παρακάθημαι: απαρ. -καθῆσθαι, αποθ., κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακάθημαι: ἀπαρέμ. -καθῆσαι, ἀποθ., κάθημαι πλησίον, τινι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1492, Θουκ. 6. 13, Πλάτ. Κρίτων 43Β, κ. ἀλλ.· τινι Συνέσ. 163Β· ἀπολ., οἱ παρακαθήμενοι Πλάτ. Πρωτ. 320C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 9. 44, 2.

Middle Liddell

inf. -καθῆσθαι
Dep. to be seated beside or near another, c. dat., Ar., Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

assidere, to sit at, besiege, 6.13.1.