παραμελέω

From LSJ
Revision as of 14:37, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμελέω Medium diacritics: παραμελέω Low diacritics: παραμελέω Capitals: ΠΑΡΑΜΕΛΕΩ
Transliteration A: parameléō Transliteration B: parameleō Transliteration C: parameleo Beta Code: paramele/w

English (LSJ)

disregard, pay no heed to, τινων Gorg.Pal.20, Th.1.25; τοῦ πράγματος Lys.9.1; τῆς μητρός X.Mem.2.2.14, etc.: abs., παρημελήκεε he recked little, Hdt. 1.85; παραμελοῦντες being negligent, Pl.R. 555d; neglect a duty, τῆς χορηγίας Mitteis Chr.96 iii 4 (iv A.D.):—Pass., to be slighted or abandoned, θεοῖς by the gods, A. Th.702; ὑπό τινων Pl.R. 620c: abs., A.Eu.300; ἀνὴρ… οὐ τῶν παρημελημένων ἐν ἱστορίᾳ no mean historian, Plu.2.862b.

German (Pape)

[Seite 489] vernachlässigen; absolut, Her. 1, 85, παρημελήκει, er machte sich Nichts daraus; τινός, Thuc. 1, 25; τῆς μητρός, Xen. Mem. 2, 2, 14; Folgde. – Pass., Aesch. θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, Spt. 684, vgl. Eum. 290; παρημελημένον βίον ὑπὸ τῶν ἄλλων, Plat. Rep. X, 620 c; Arist. eth. 10, 4 u. Sp., wie Plut., καταβάλλων ἑαυτὸν ὥς τινα τῶν παρημελημένων, Caes. 38.

French (Bailly abrégé)

παραμελῶ :
laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn ou de qch ; Pass. être négligé, abandonné.
Étymologie: παρά, μέλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αμελέω veronachtzamen, verwaarlozen; met gen.:; αὐτῶν παρημέλουν zij veronachtzaamden hen Thuc. 1.25.3; pass.:; παρημελημένον ἔρρειν verwaarloosd ten onder gaan Aeschl. Eum. 300; abs. onverschillig zijn:. Κροῖσος... παρημελήκεε het liet Croesus koud Hdt. 1.85.3.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰμελέω: не обращать внимания, пренебрегать, быть равнодушным: ὑπὸ τῆς παρεούσης συμφορῆς παρημελήκεε Her. постигнутый несчастьем (Крез) был равнодушен (к смерти); τοῦ πράγματος π. Lys. пренебречь сутью дела; π. τῆς μητρός Xen. быть непочтительным к (своей) матери; θεοῖς παραμελεῖσθαι Aesch. быть покинутым богами; ἀνὴρ οὐ τῶν παρημελημένων Plut. человек из немаловажных.

Greek Monotonic

παρᾰμελέω: μέλ. -ήσω, αφήνω να περάσει και αψηφώ, είμαι αδιάφορος, τινός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., παρημελήκεε, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· παραμελοῦντες, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμελέω: ὡς καὶ νῦν, μετὰ γενικ., τοῦ μὲν πράγματος παρημελήκασι, τὸν δὲ τρόπον μου ἐπεχείρησαν διαβάλλειν Θουκ. 1. 25, Λυσ. 114. 20 εἴ τι παρημέληκα τῆς μητρὸς Ξεν. Ἀποσπ. 2. 2, 14, κτλ.· ἀπολ., παρημελήκεε Ἡρόδ. 1. 85· παραμελοῦντες Πλάτ. Πολ. 555D· - Παθ., παραμελοῦμαι ἢ ἐγκαταλείπομαι, θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα, ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 702, πρβλ. Εὐμ. 300, Πλάτ. Πολ. 620C· ἀνὴρ ... οὐ τῶν παρημελημένων, οὐχὶ ἐκ τῶν καταφρονουμένων, τῶν ἀσημάντων, Πλούτ. 2. 862Β.

Middle Liddell

fut. ήσω
to pass by and disregard, to be disregardful of, τινός Thuc., Xen., etc.: absol., παρημελήκεε he recked little, Hdt.; παραμελοῦντες being negligent, Plat.:—Pass. to be abandoned, Aesch.

Lexicon Thucydideum

negligere, to neglect, 1.25.3.