ἐπίουρος

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίουρος Medium diacritics: ἐπίουρος Low diacritics: επίουρος Capitals: ΕΠΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: epíouros Transliteration B: epiouros Transliteration C: epiouros Beta Code: e)pi/ouros

English (LSJ)

ὁ,

   A = οὖρος (B), guardian, watcher, ward, c.gen., ὑῶν ἐ. Od. 13.405; βοῶν Theoc.8.6,25.1; Οἰχαλίης A.R.1.87; ναυτιλίης v.l.in Id.4.652: less freq.c.dat., Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐ. Il.13.450; κρήνῃ A.R. 3.1180.    II. wooden peg, pin, IG4.1484.63 (Epid.), Hero Aut.16.2, al., Hippiatr.26, Gp.10.61, prob.l.in Arist.Pr.915a11; nickname of Secundus (son of a joiner), Philostr.VS1.26: Lat. epiurus, Pall.Agr. 12.7.15, prob. in Sen.Ben.2.12, Aug.Civ.Dei 15.27, Isid.Etym.19.19.7: also ἐπίορος, Ath.Mitt.51.154 (Delos).

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, der Wächter, = οὖρος, Homerisch das composit. statt des simpl., s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 107 seqq; Hom. Iliad. 13, 450 ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον, alte Lesarten ἐπιοῦρον und Κρήτῃ ἔπι οὖρον, s. Scholl. Herodian.; Eumäus ὑῶν ἐπίουρος Odyss. 13, 405. 15, 39. – Ἐπίουρος βοῶν Theocr. 8, 6, φυτῶν 25, 1, βουκολίων Opp. Cyn. 1, 174, ναυτιλίης Ap. Rh. 4, 652, κρήνῃ 3, 1180. – Ein hölzerner Nagel, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίουρος: ὁ, ἐν χρήσει κατὰ πολὺ ὡς τὸ οὖρος (ὡς τὸ ἐπιβουκόλος καὶ ἐπιποιμήν, ἀντὶ βουκόλος, ποιμήν), φύλαξ, ἐπιστάτης, ἐπιμελητής, μετὰ γεν., ὑῶν ἐπίουρος, χοιροβοσκός, Ὀδ. Ν. 405, Ο. 39· βοῶν, φυτῶν Θεόκρ. 8. 6., 25. 1· ἐν Ἀπολλ. Ροδίῳ Δ. 652 διάφ. γραφὴ ἀντὶ ἐπίκουροι· σπανιώτερον μετὰ δοτ., Κρήτῃ ἐπ., φύλαξ τῆς Κρήτης, ἐπὶ τοῦ Μίνωος, Ἰλ. Ν. 450· κρήνῃ ἐπίουρον ἐόντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180. ΙΙ. μέρος ξύλου λῆγον εἰς ὀξύ, ἧλος ἐκ ξύλου, δᾳδὸς λιπαρᾶς ἐπίουρον Γεωπον. 10. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 544, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
surveillant, gardien : ἐπίουρος ὑῶν OD porcher ; avec le dat. : Κρήτῃ ἐπίουρος IL gardien de la Crète (Minos).
Étymologie: ἐπί, οὖρος.