ἀνδρεία

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρεία Medium diacritics: ἀνδρεία Low diacritics: ανδρεία Capitals: ΑΝΔΡΕΙΑ
Transliteration A: andreía Transliteration B: andreia Transliteration C: andreia Beta Code: a)ndrei/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. ἀνδρηίη (Hdt.7.99), generally written ἀνδρία in the Mss., in agreement with the opinion of A.D.Adv.136.8, refuted by Orusap.EM461.53:—ἀνδρεία is required by the metre in Ar.Nu. 510, and

   A may always stand in the few poet. passages where it occurs (Simon.58, A.Th.52, S.El.983, E.Tr.674): ἀνδρία is required in E. HF475 μέγα φρονῶν ἐπ' ἀνδρίᾳ (s.v.l., εὐανδρίᾳ Elmsley): ἀνδρεία is also confirmed by the Ion. form ἀνδρηίη:—manliness, manly spirit, opp. δειλία, Il.cc., cf. Arist.Rh.1366b11, EN1115a6; also of women, S.El.983, Arist.Pol.1260a22; ἀνδρεία ἡ περὶ τὰς ναυτιλίας Str.3.1.8:—in pl., brave deeds, Pl.Lg.922a; ironically, αἱ διὰ τῶν λόγων ἀνδρεῖαι D.Prooem.45.    II in bad sense, hardihood, insolence, D. Chr.12.13.    III = ἡ τῶν ἀνδρῶν ἡλικία, Antipho.Soph.67a.    IV membrum virile, Artem.1.45.    V skill, LXX Ec.4.4.

German (Pape)

[Seite 217] ἡ, = ἀνδρία. Obwohl sich kaum bei dem großen Schwanken der mss. etwas Sicheres über die Schreibung ausmachen läßt, so ist doch gewiß ἀνδρεία nicht zu verwerfen, ja scheint die Form des älteren Atticismus (Ellendt lex. Soph. richtig als fem. von ἀνδρεῖος, sc. ἀρετή od. ἡλικία erkl., vgl. das ion. ἀνδρηΐη, Her. 7, 99), die sich entweder nach Analogie der gewöhnlichen Endung der Abstracta in ἀνδρία umänderte, wobei der Gleichklang in der Sprache der Sp. wenigstens nicht zu übersehen, od., wie Ellendt meint, aus ἀνορία, analog dem homer. ἀνορέη, gebildet ist. So Aesch. Spt. 52; Soph. El. 971; durchweg bei Plat.; Bekk. auch Ar. Nubb. 502. S. ἀνδρία. Her. 7, 99 ἀνδρηΐη. – Harpocr. erkl. ἀνδρεία ἡ τῶν ἀνδρῶν ἡλικία, aus Antipho.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρεία: ἡ, Ἰων. -ηΐη (Ἡρόδ. 7. 99), συνήθως ἐν τοῖς χειρογρ. ἀπαντᾷ ἀνδρία συμφώνως τῇ γνώμῃ τοῦ Ἀπολλων. (Α. Β. 546), πολεμηθείσῃ καὶ ἀναιρεθείσῃ ὑπ’ ἄλλων γραμμ. ἐν Ἐτυμολ. Μ. 461. 53, πρβλ. Δινδορφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 510: - ἀνδρεία ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 510, καὶ δέν ἀντιβαίνει ποτὲ εἰς τὸ μέτρον ἐν τοῖς ὀλίγοις ποιητικοῖς χωρίοις, ἔνθα ἀπαντᾷ (Σιμωνίδ. 26, Αἰσχύλ. Θ. 52, Σοφ. Ἠλ. 983, Εὐρ. Τρῳ. 669), μόνον ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 475 ἀπαιτεῖται ἡ διὰ τοῦ ι γραφή, μέγα φρονῶν ἐπ’ ἀνδρίᾳ (ἔνθα ὅμως ὁ Ἐλμσλ. διώρθωσεν εὐανδρίᾳ), καὶ παρὰ μεταγ. τινὶ ποιητῇ ἐν τοῖς Παρισινοῖς Ἀνεκδ. Κραμήρου 4. 342. Ὁ τύπος ἀνδρεία βεβαιοῦται προσέτι καὶ ἐκ τοῦ Ἰων. ἀνδρηΐη καὶ ἤδη ἐγένετο καθόλου ἀποδεκτός. Ἡ δὲ σημασία τῆς λέξεως εἶναι ἡ αὐτὴ ὡς καὶ νῦν = τὸ ἀνδρικόν, ἡ ἀνδρότης, τὸ ἀνδρικὸν πνεῦμα, ὁ ἀνδρικὸς χαρακτήρ, ἡ γενναιότης, Λατ. virtus, ἀντίκειται δὲ τῇ δειλίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἠλ. 983, ἐπὶ γυναικῶν· πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, Ἠθ. Ν. 3. 9· ἀνδρεία περί τι Στράβ. 140: - κατὰ πληθ. = γενναῖαι πράξεις, γενναῖα κατορθώματα, Πλάτ. Νόμ. 922 Α. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας = ἀναίδεια, αὐθάδεια, Οὐϋτεμβ. Ἐπιστ. Κρ. σ. 233. 275.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
virilité, courage, bravoure.
Étymologie: ἀνδρεῖος.
2fém. de ἀνδρεῖος.