ῥοδανός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ή, όν, perh.
A wavering, flickering, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il. 18.576:—this is the reading of most codd., but ancient critics differed as to the form; Zenod. gave διὰ ῥαδαλόν (which he derived from κραδαλόν); the reading of Aristoph. and Aristarch. is uncertain, perh. παρὰ ῥαδινόν, v. Sch. ad loc.; cf. also ῥαδινός (Apollon. Lex., who reads ῥαδινόν, absurdly interprets as λεπτόν, οἱονεὶ ῥαδονόν, παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖδθαι).
German (Pape)
[Seite 846] = ῥόδινος, zw. (vgl. ῥαδινός, κραδάω), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, ἁπαλός, εὐδιάσειστος, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη εἶναι ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. ὡσαύτως ῥαδινός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
souple, flexible.
Étymologie: R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.