σωτήρ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ (v. infr. 1.2): poet. σᾰωτήρ Simon. 129, Call.Del.166: (σῴζω):—
A saviour, deliverer, c. gen. of person etc. saved, σ. ἀνθρώπων, νηῶν, h.Hom.22.5, 33.6; τῆς Ἑλλάδος Hdt. 7.139; ἑστίας πατρός A.Ch.264; but also c. gen. rei, [νόσου], κακῶν, βλάβης, a preserver from disease, ills, hurt, S.OT304, E. Med.360 (anap.), Heracl.640; c. dat., σ. τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς Ar.Eq.149; σ. δόμοις. Id.Nu.1161; of a philosopher or guide, ὁδηγόν . . ὅν φησι σωτῆρα μόνον Phld.Lib.p.20 O.; esp. of Epicurus, ὁ σ. ὁ ἡμέτερος Polystr.Herc.346p.80V. 2 epith. of Ζεύς, Pi.O. 5.17, Fr.30.5, IG22.410.18 (iv B.C.), etc.; to whom persons after a safe voyage offered sacrifice, Diph.43.24; there was often a temple of Ζεὺς Σ. at harbours, e.g. the Piraeus, Str.9.1.15; to Ζεὺς Σωτήρ the third cup of wine was dedicated, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Pi.I.6(5).8; τρίτην Διὸς Σωτῆρος εὐκταίαν λίβα A.Fr.55; Ζεῦ σῶτερ Ar.Th. 1009, Din.1.36; ὦ Ζεῦ σῶτερ Philem.79.21, Men.532.2; to drink this cup became a symbol of good luck, and the third time came to mean the lucky time, τρίτος ἦλθέ ποθεν--σωτῆρ' ἢ μόρον εἴπω; A.Ch. 1073 (anap.); whence the proverb τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι the third (i.e. the lucky) time, Pl.R.583b, Phlb.66d, Chrm.167a; and Zeus was himself called τρίτος σ., Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι καὶ τοῦ πάντα κραίν οντος τρίτου σωτῆρος A.Eu.760, cf. Supp.26 (anap.). b epith. of other gods, as of Apollo, Id.Ag.512, etc.; of Hermes, Id.Ch.2; of Asclepios, IG4.718 (Hermione), 7.2808 (Hyettus, iii A.D.), BMus. Cat.Coins Pontus p.156 (Nicaea); σ. εὐρυχόρου Λακεδαίμονος Isyll. 82; τὸν σ. τῶν ὅλων Ἀσκληπιόν Jul.Or.4.153b; Ζεὺς Ἀσκληπιὸς σ. τῶν ὅλων Aristid.Or.42(6).4; of the Dioscuri, IG12(3).422 (Thera, iii B.C.), 14.2406.108 (Tarentum), etc.; even with fem. deities, Τύχη σωτήρ, for σώτειρα, A.Ag.664, S.OT81: generally, of guardian or tutelary gods, Hdt.8.138, A.Supp.982, S.Ph.738; τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ σωτῆρσι X.HG3.3.4. 3 applied to rulers, διὰ σέ, βασιλεῦ (viz. Ptolemy IV Philopator), τὸν πάντων κοινὸν σ. PEnteux. 11.6 (iii B.C.); Πτολεμαῖος Σ. OGI19.1, al.; Ἀντίοχος Σ. ib.233.3, al.; of Roman Emperors or governors, ib.668.3 (Egypt, i A.D.), PLond.1.177.24 (i A.D.), etc. 4 in LXX and NT, applied to God, LXX De.32.15, al., 1 Ep.Ti.1.1, al.; to Christ, Ev.Luc.2.11, al. II in Poets, as Adj., σ. ναὸς πρότονος A.Ag.897, cf. Pi.Fr. 159; with a fem. noun, γονῆς σωτῆρος (as Herm. for γυνή) A. Th. 225; τιμαὶ σωτῆρες the office or prerogative of saving, of the Dioscuri, E.El.993 (anap.). III name of a month created by Caligula, BGU1078 (38 A.D.), PRyl.2.149 (39/40 A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1061] ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ, Ar. Th. 1009, Retter, Erhalter, Befreier, Beglücker; ἀνθρώπων, Ἑλλάδος, H. h. 21, 5, Her. 7, 139; u. c. gen. der Sache, von der er befrei't, rettet, Eur. Med. 360 Heracl. 640. – Oft Ζεύς, Pind. Ol. 5, 17 I. 5, 8; ihm ward bei Trinkgelagen der dritte Becher Weins dargebracht, vgl. Aesch. Eum. 730; Plat. Legg. III, 692 a Ep. VII, 334, d. Daher sprichwörtlich τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, zum dritten Male, da aller guten Dinge drei sind, Heind. zu Plat. Charm. 167 a; überh. Schutzgott, Her. 8, 138; σωτὴρ γένοιτο Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών, Aesch. Spt. 502; νῦν δ' αὖτε σωτὴρ ἴσθι, ἄναξ Ἄπολλον, Ag. 498; auch fem., Τύχη, 650; πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνή, σωτῆρος, Spt. 207; σωτῆρας αὐτοὺς (τοὺς θεούς) ἠπίους θ' ἡμῖν μολεῖν, Soph. Phil. 728, Φοῖβος δ' ἅμα σωτήρ θ' ἵκοιτο καὶ νόσου παυστήρι ος, O. R. 150, vgl. 304. u. öfter. wie Eur. u. Ar. in Prosa; ἀρετῆς, Plat. Rep. VIII, 549 b, τῆς Δακεδαίμονος, Conv. 209, du. öfter, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
σωτήρ: ῆρος, ὁ, κλητ. σῶτερ (ἴδε κατωτ. 1. 2) ποιητ. σαωτὴρ Σιμων. 128, Καλλ. εἰς Δῆλ. 166· ἕτερος τύπος κλητ. σωτῆρε ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1667· (σῴζω). Ὡς καὶ νῦν ὁ σῴζων, ἐλευθερῶν, ἀπαλλάττων, διατηρῶν, μετὰ γεν., σ. ἀνθρώπων, νηῶν Ὑμν. Ὁμ. 21, 5., 33. 6 τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 7. 139· ἑστίας πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 264· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἰσοδυνάμου πρὸς προσδιορισμόν, σ. νόσου, κακῶν, βλάβης, ὁ σῴζων ἀπὸ νόσου, ἀπὸ κακῶν, ἀπὸ βλάβης, Σοφ. Ο. Τ. 304, Εὐρ. Μήδ. 360, Ἡρακλ. 640· πρβλ. Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκ. προοιμίῳ σ. ΧΧΧΙΙ· σ. τῇ πόλει καὶ νῷν φανεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· σ. δρόμοις ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1161. 2) μάλιστα ἐπὶ τοῦ Διός, Ζεὺς Σωτὴρ Πινδ. Ο. 5. 40, Ἀποσπ. 6. 5, Τραγ., κλπ., πρὸς ὃν τὰς εὐχὰς ἀπέτεινον οἱ ἐξ εὐτυχοῦς πλοῦ ὑποστρέφοντες, Donalds. εἰς Πινδ. Ο. 8. 20 (27)· εἰς Δία τὸν Σωτῆρα ἀφιεροῦτο τὸ τρίτον ποτήριον τοῦ οἴνου, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Πινδ. Ι. 6 (4). 11· τρίτην Διὸς Σωτῆρος εὐκταίαν λίβα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 52· Ζεῦ σῶτερ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1009, Δείναρχ. 91. 45· ὦ Ζεῦ σῶτερ Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 21, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2· ― τὸ πίνειν ἐκ τούτου τοῦ ποτηρίου ἐθεωρεῖτο ὡς σύμβολον καλῆς τύχης, καὶ τὸ ἐκ τρίτου (ἡ γ΄ φορὰ) κατήντησε νὰ θεωρῆται ὡς αἴσιον καὶ εὐτυχές, Αἰσχύλ. Χο. 1073· ὅθεν ἡ παροιμία τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, τὴν τρίτην φορὰν (δηλ. τὴν εὐτυχῆ φοράν), Πλάτ. Πολ. 583Β, Φίληβ. 66D, Χαρμ. 167Α· καὶ αὐτὸς ὁ Ζεὺς ἐκαλεῖτο τρίτος· Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι καὶ τοῦ πάντα κραίνοντος τρίτου Αἰσχύλ. Εὐμ. 760, πρβλ. Ἱκ. 26, καὶ ἴδε τριτόσπονδος· ― ὁμοίως ἐπὶ ἄλλων θεῶν οἷον τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 512, κτλ.· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 2· τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1222, 1755, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, αὐτόθι 489, 1261, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, αὐτόθι 5877b· κτλ.· ― ἔτι καὶ ἐπὶ θηλ. θεοτήτων, Τύχη σωτήρ, ἀντὶ σώτειρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 664, Θήβ. 826 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Τ. 31· Ἀφροδίτῃ. σωτῆρι Συλλ. Ἐπιγ. 5954· ― ὅθεν καθόλου, ἐπὶ θεῶν προστατῶν ἢ πολιούχων, Ἡρόδ. 8. 138, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 982, Σοφ. Φιλ. 738· τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ σωτῆρσι Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4. 3) ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Κύριος ἡμῶν ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐπίθ., σ. ναὸς πρότονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 132· καὶ θηλ. οὐσιαστικοῦ, γονῆς σωτῆρος (ὡς ὁ Herm. ἀντὶ γυνὴ) Αἰσχύλ. Θήβ. 225· σωτῆρες τιμαί, τὸ ὑπούργημα ἢ προνόμιον τοῦ σῴζειν, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, Εὐρ. Ἑλ. 993.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
voc. σῶτερ;
1 adj. m. et f. qui sauve, qui protège;
2 subst. (ὁ, ἡ) sauveur, libérateur : τῆς Ἑλλάδος HDT de la Grèce ; avec le gén. du danger dont on sauve : σωτὴρ νόσου SOPH, κακῶν EUR qui sauve d’un fléau, d’un malheur ; particul. en parl. de Zeus, d’où τὸ τρίτον τῷ Σωτῆρι PLAT la troisième coupe à Zeus sauveur, ◊ prov. le troisième coup, le bon.
Étymologie: σῴζω.
English (Slater)
σωτήρ (-ήρ, -ῆρος, -ῆρι, -ήρ voc.)
1 saviour
a of Zeus Σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον (cf. Kambylis, Anredeformen 142) (O. 5.17) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (v. τρίτος) (I. 6.8) σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5.
b of Time, c. gen. ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159.