λύκος

From LSJ
Revision as of 12:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκος Medium diacritics: λύκος Low diacritics: λύκος Capitals: ΛΥΚΟΣ
Transliteration A: lýkos Transliteration B: lykos Transliteration C: lykos Beta Code: lu/kos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A wolf, Il.16.156, 352; πολιός grisly, 10.334; κρατερώνυχες Od.10.218; ὀρέστεροι ib.212; ὠμοφάγοι Il.16.156; κοιλογάστορες A.Th.1041; the small Egyptian wolves mentioned by Hdt. 2.67 were perh. jackals: various kinds distd. by Opp.C.3.293 sqq.: prov. λύκον ἰδεῖν to see a wolf, i. e. to be struck dumb, as was vulgarly believed of any one at whom a wolf got the first look (Pl.R.336d), Theoc.14.22; λύκου πτερά, of things that are not, 'pigeon's milk', Suid.; ὡς λ. χανών, of vain expectation, Eub.15.11, cf. Ar.Fr.337, Euphro 1.31; λ. κεχηνώς Ar.Lys.629; πρίν κεν λ. οἶν ὑμεναιοῖ, of an impossibility, Id.Pax1076, 1112, cf. Il.22.263; ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσιν, of treacherous or unnatural love, Poet. ap. Pl.Phdr.241d; λύκου βίον ζῆν, i. e. live by rapine, Prov. ap. Plb.16.24.4; ἐκ λύκου στόματος, of getting a thing praeter spem, Zen.3.48; τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον 'catch a Tartar', Apollod.Car.18, cf. Plb.30.20.8; λ. ἀετὸν φεύγει, of the inescapable, Diogenian.6.19; λ. περὶ φρέαρ χορεύει, of those engaged in vain pursuits, ib.21.    II a kind of daw, Arist.HA 617b17; cf. λύκιος.    III a fish, = καλλιώνυμος, Hices. ap. Ath.7.282d, Gp.18.14.1.    IV a kind of spider, Arist.HA623a2, Nic.Th. 734, Plin.HN30.52.    V anything shaped like a hook:    1 a jagged bit for hard-mouthed horses, Lat. lupus, Plu.2.641f; cf. λυκοσπάς.    2 hook or knocker on a door, Hsch.    3 flesh-hook, Poll. 10.98.    VI nickname of παιδερασταί, AP12.250 (Strat.), cf. Pl.Phdr. 241d.    VII the flower of the iris, Philin. ap. Ath.15.682a.    VIII a kind of noose, Gal.UP7.14, Heraclas ap.Orib.48.7, Hippiatr.74.    IX a pastille used in dysentery, Aët.9.49 (Latin version).    X = ὀροβάγχη, v.l. in marg. of Dsc.2.142.    XI an engine of war for defending gates, Procop.Goth.1.21. (Cf. Skt. vŕ[null ]kas, Lith. vi[ltilde]kas, Slav. vl[ucaron]k[ucaron], Goth. wulfs.)

German (Pape)

[Seite 69] ὁ (lupus, nach einigen mit λυκη zufammenhangend, entweder von seiner Farbe, dem Grauen, od. weil er um das Zwielicht auf Raub ausgeht), 1) der Wolf, von Hom. an überall. Bei Hom. ist er als eins der größten in Griechenland einheimischen Raubthiere Sinnbild der Gier u. der verwegenen Wildheit, vgl. bes. Il. 16, 156 ff. 352 ff.; ὀρέστεροι, Od. 10, 212; κοιλογάστορες, Aesch. Spt. 1027; ὠμόφρων, Ch. 415; λύκος κεχηνώς, Ar. Lys. 629, wie λύκος ἔχανεν, Diogen. 6, 20, von getäuschter Hoffnung; λύκος οἶν ὑμεναιοῖ sprichwörtlich, Ar. Pax 1042. 1078; vgl. λύκος καὶ οἶν ποιμαίνει, Diogen. 5, 96; – τρώγεις ὅσα πέντε λύκοι, Lucill. 24 (XI, 207); – λύκον ἰδεῖν, einen Wolf gesehen haben, d. i. verstummen, weil nach dem Volksglauben der die Sprache verlor, den ein Wolf früher geschen als er den Wolf, Plat. Rep. X, 336 d. Theocr. 14, 22, – ἐκ λύκου στόματος, aus des Wolfes Rachen, ἐπὶ τῶν ἀνελπίστως τι λαμβανόντων, Zenob. 3, 48, – λύκου βίον ζῆν Pol. 16, 24. 4. – 2) auch von einer Fischart, Ath. VII 282 d; – eine Spinnenart, Arist. H. A. 9, 39; Nic. Th. 734; – u. ein Vogel, Arist. H. A. 9, 24. – 3) nach Ath. XV, 682 a die Blüthe der Iris, διὰ τὸ ἐμφερῆ εἶναι λύκου χείλεσιν. – 4) eiserne Haken oder Spitzen, a) scharfe Zacken, Wolfszähne, am Gebiß hartmäuliger Pferde, lupata, Plut. Symp. 2, 8; Hesych. – b) Haken, Klopfer an der Thür, wie κόραξ, u. der Haken am Brunnenseil, an welchem der Eimer hängt, Poll. 10, 31. – c) bei Poll. 10, 98 = κρεάγρα. – 5) auch die Päderasten heißen so, worauf Strat. 89 (XII, 250) geht; vgl. Plat. Phaedr. 241 d u. Lucill. 5 (XI, 216).

Greek (Liddell-Scott)

λύκος: [ῠ], ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― Ὅμ., τὸ μέγιστον τῶν ἀγρίων θηρίων ἐν Ἑλλάδι (πρβλ. λέων), τὸ σύμβολον λαιμαργίας καὶ σκληρότητος, ἴδε Ἰλ. Π. 156 κἑξ., 352 κἑξ.· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. τῶν λύκων εἶναι: πολιοὶ Κ. 334· κρατερώνυχες Ὀδ. Κ. 218· ὀρέστεροι αὐτόθι 212· ὠμοφάγοι Ἰλ. Π. 156· παρ’ Αἰσχύλ. κοιλογάστορες Θήβ. 1035· οἱ μικροὶ Αἰγύπτιοι λύκοι, ὧν μνημονεύει ὁ Ἡρόδοτος 2. 67, ἦσαν ἴσως θῶες· ― παροιμ., λύκον ὁρῶ, βλέπω λύκον, δηλ. μένω βωβός, ὡς ἐπιστεύετο κοινῶς ἐπὶ ἀνθρώπου ὃν ὁ λύκος εἶδε πρῶτος, Πλάτ. Πολ. 336D, Θεόκρ. 14. 22· οὕτω, Moerim lupi videre priores Οὐεργ. Ἐκλ. 9. 54, πρβλ. Plin. N. H. 8. 34· λύκου πτερά, ἐπὶ πραγμάτων ἀνυπάρκτων, ὡς «τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. 245· ὡς λύκος χανών, ἐπὶ ματαίας προσδοκίας, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.» 1. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 319, Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· οὕτω, λύκος κεχηνὼς Ἀριστοφ. Λυσ. 629· λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, ἐπὶ ἀδυνάτου, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 1076, 1112, πρβλ. Ἰλ. Χ. 263· ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσιν, ἐπὶ δολίας ἢ παρὰ φύσιν ἀγάπης, Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 241D· λύκου βίον ζῆν, ὅ ἐστι ζῆν δι’ ἁρπαγῆς, παρὰ Πολυβ. 16. 24, 4· ἐκ λύκου στόματος, λαβεῖν τι παρ’ ἐλπίδα, Παροιμιογρ.· τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον (lupum teneo auribus Terent.), Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 5. ΙΙ. εἶδος κολοιοῦ (πτηνοῦ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 24. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος Ἀθήν. 282D, Γεωπ. 18. 14, 1. IV. εἶδος ἀράχνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, Νικ. Θηρ. 734. V. πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα ἀγκίστρου· 1) χαλινὸς μετ’ ἀκίδων διὰ σκληροτραχήλους ἵππους, Λατ. lupus, lupatum, Πλούτ. 2. 641F· πρβλ. λυκοσπάς. 2) μάνδαλοςκόραξ θύρας, Ἡσύχ. 3) τὸ ἐν τῇ ἄκρᾳ τοῦ σχοινίου ἄγκιστρον, ἐξ οὗ κρέμαται ὁ κάδος, Πολυδ. Ι΄, 31, Ἡσύχ. 4) ἡ λαβὶς κρέατος, ὡς τὸ κρεάγρα, Πολυδ. Ι΄, 98. VI. σκωπτικὸν ὄνομα τῶν κιναίδων, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 682Α. VIII. εἶδος βρόχου, «θηλε~ιᾶς», Γαλην. 4. 468. IX. κατόπιν ἐν χρήσει εἰς δυσεντερίαν, Ἀέτ. (Πρὸς τὸ λύκος πρβλ. Λατ. lup-us (Σαβ. irp-us ἢ hirp-us)· Γοτθ. vulfs· Ἀρχ. Σκανδ. ulfr· ― ἐκ τοῦ Σανσκρ. v.rik-as, Σλαυ. vlukŭ· Λιθ. vilk-as, φαίνεται ὅτι ἡ ῥίζα ἦτο ἐν ἀρχῇ ϜΛΥΚ.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 loup, louve, animal : λύκον ἰδεῖν, avoir vu le loup, càd rester muet, selon la croyance populaire;
2 p. anal. mors très rude pour les chevaux dont la bouche est dure (cf. lat. lupatum).
Étymologie: cf. lat. lupus, skr. vrkas.
Syn. κνηκίας, κνηκός, μονιός, μονόλυκος.

English (Autenrieth)

(ϝλύκος): wolf; symbol of bloodthirstiness, Il. 4.471, Il. 11.72.

English (Slater)

λῠκος
   1 wolf ποτὶ δ' ἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)