μιμέομαι

From LSJ
Revision as of 12:35, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμέομαι Medium diacritics: μιμέομαι Low diacritics: μιμέομαι Capitals: ΜΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: miméomai Transliteration B: mimeomai Transliteration C: mimeomai Beta Code: mime/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι: aor.

   A ἐμιμησάμην Pi. P.12.21, etc.: pf. μεμίμημαι (v. infr.):—imitate, represent, portray, ἔργα Γιγάντων Batr.7; φωνάς h.Ap.163; γόον Pi.P.12.21; γλώσσης ἀϋτήν A.Ch.564; τὴν τοῦ παιδὸς ὄρχησιν X.Smp.2.21; τινα Thgn.370, Hdt.4.166, Th.2.37, E.El.1037, etc.; μ.τινά τι one in a thing, Hdt.5.67; τινὰ κατὰ τὰ αἰδοῖα dub. in Id.2.104; κατὰ φωνὴν ἢ κατὰ σχῆμα Pl. R.393c; [ὀρθὴν πολιτείαν] ἐπὶ τὰ καλλίω, ἐπὶ τὰ αἰσχίονα μεμιμημένας, Id.Plt.293e; ἐπὶ τὸ σεμνόν Id.Lg.814e; ἡδοναὶ μεμιμημέναι τὰς ἀληθεῖς ἐπὶ τὰ γελοιότερα Id.Phlb.40c: c. acc. cogn., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινά imitate him in what is bad, Id.Lg.705c, cf. Ar.Nu.1430, Pl.306; τὰ πλεῖστα μ. τὴν Κρητικὴν πολιτείαν Arist.Pol.1271b22: pf. part. μεμιμημένος, in act. sense, στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι pillars made to represent palms, Hdt.2.169, cf. Pl.Cra.414b: in pass. sense, made exactly like, portrayed, γραφῇ Hdt.2.78, 86, cf.Arist.Rh.1371b6: pres. part. in pass. sense, Pl.R.604e: fut. part. μιμηθησόμενον ib.599a: aor. part. μιμηθέν Id.Lg.668b.    II of the arts, represent, express by means of imitation, of an actor, Id.R.605c, cf.Ar.Pl.291 (lyr.); of painting and music, Pl.Plt.306d; τὴν τῶν μελῶν μίμησιν τὴν εὖ καὶ τὴν κακῶς μεμιμημένην Id.Lg.812c; of poetry, Arist.Po.1447a17, al.; of μῖμοι, represent, act, τι X.Smp.2.21.—Neither μῖμος, μιμέομαι, nor any derivs. occur in Il. or Od.:—Trag. use only pres. and fut. μῑμ-ηλάζω, = foreg., ἀγαθὸν κακῷ μ. Ph.1.557 (s. v.l.); -άζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα ib.610 (-ίζοντες codd.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 186] nachahmen; H. h. Apoll. 136, Theogn. u. Folgde; μιμήσαιτο γόον, Pind. P. 12, 21; γλώσσης ἀϋτἡν Φωκίδος μιμουμένω, Aesch. Ch. 557; μιμοῦ τρόπους πατρὸς δικαίου, Eur. Hel. 946; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον, Rhes. 211; τὴν Κύπριν μιμήσομαι πάντας τρόπους, Ar. Plut. 291; Her. braucht μεμιμημένος pass., 2, 78. 86; μιμούμενοι ἑτέρους, dem παράδειγμα μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τινί entgegengesetzt, Thuc. 2, 37; τὰς πράξεις, Isocr. 7, 38, Dem. u. A.; τὸν Πρωτέα, Plat. Euthyd. 288 b, öfter; auch μιμήσεις πονηρὰς μιμεῖσθαι τοὺς πολεμίους, die Feinde im Schlechten nachahmen, Legg. IV, 705 c; perf. in aktivischer Bdtg, οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται Menex. 238 a, u. sonst; auch pass., τὰ πράγματα γράμμασι μεμιμημένα, Crat. 425 d (wie Ar. Lys. 159); so auch das praes., Rep. X, 604 e, u. μιμηθέν, Legg. II, 668 b; τὸ μιμηθησόμενον, Rep. X, 599 a. – Adj. verb. μιμητέος, Xen. Mem. 1, 7, 2. –[Nur Greg. Naz. hat ι auch kurz gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

μῑμέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀόρ. ἐμιμησάμην (πρβλ. Ι. ἐν τέλ.): πρκμ. μεμίμημαι (αὐτόθι)· ἀποθετ.· (ἴδε ἐν τέλει). Μιμοῦμαι, παριστάνω, εἰκονίζω, τι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 163, Πινδ. Π. 12. 36, Αἰσχύλ. Χο. 564· τινα Θέογν. 370, Ἡρόδ. 4. 166, Εὐρ. Ἠλ. 1037, κτλ.· μ. τινά τι, τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. μιμητέον· τινὰ κατά τι ὁ αὐτ. 2. 104, Πλάτ. Πολ. 393C· μ. τινὰ ἐπὶ τὰ αἰσχίονα, ἐπὶ τὰ γελοιότερα, οὕτως ὥστε νὰ παραστήσω αὐτὸν χειρότερον, γελοιότερον, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 293Ε, ἐν Φιλήβ. 40C· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα, μιμεῖσθαί τινα εἰς ὅ,τι δύναται νὰ βλάψῃ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1430, Πλ. 360· ― μετοχ. πρκμ. μεμιμημένος, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, κατ’ ἀπομίμησιν τῶν φοινίκων, Ἡρόδ. 2. 169, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 10, 1· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., γίνομαι, κατασκευάζομαι ἐντελῶς ὅμοιος, ζωγραφοῦμαι, γραφῇ Ἡρόδ. 2. 78, 86, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 23· ― ὁ Πλάτων ὡσαύτως μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Πολ. 604Ε· οὕτω, μετοχ. μέλλ. μιμηθησόμενον αὐτόθι 599Α: ἀόρ. μιμηθὲν Νόμ. 668Β. ΙΙ. ἐπὶ τῶν μιμητικῶν τεχνῶν, παριστάνω, ἐκφράζω διὰ μιμήσεως, ἐπὶ ὑποκριτοῦ ἐν δράματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605D, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 291· ἐπὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 306D· ἐπὶ ὀρχήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812C· ἐπὶ γλυπτικῆς καὶ ποιήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3, Ποιητ. 2, κἑξ.· ― ἐπὶ τῶν μίμων, παριστάνω, ὑποκρίνομαι, τι Ξεν. Συμπ. 2, 21. ― Οὔτε αἱ λέξεις μῖμος, μιμέομαι, οὔτε παράγωγόν τι αὐτῶν ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. ἢ τῇ Ὀδ. Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται μόνον ἐνεστ. καὶ μέλλ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὴν λέξιν μῖμος πρὸς τὸ Σανσκρ. mâ-yâ (φάντασμα, γοητεία): τὰ Λατ. imitari, imago παράγονται πιθαν. ἐκ τῆς √ΙΜ = SIM, sim-ilis). [ῑ μέχρι Γρηγ. τοῦ Ναζ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1308].

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
I. 1 imiter, acc.;
2 particul. mimer, imiter par une pantomime;
II. au sens Pass. être imité.
Étymologie: R. Μι, imiter ; cf. lat. imitari, p. *mimitari.

English (Slater)

μῑμέομαι
   1 imitate παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 1. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο i. e. in dancing *fr. 107a. 3.*

English (Slater)

μῑμέομαι
   1 imitate παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 1. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο i. e. in dancing *fr. 107a. 3.*