Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱλάσκομαι

From LSJ
Revision as of 14:03, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλᾰσκομαι Medium diacritics: ἱλάσκομαι Low diacritics: ιλάσκομαι Capitals: ΙΛΑΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: hiláskomai Transliteration B: hilaskomai Transliteration C: ilaskomai Beta Code: i(la/skomai

English (LSJ)

fut. ἱλάσομαι [ᾰ] Pl. Phd.95a, Ep. ἱλάσσομαι Orac. ap. Paus.8.42.6, also

   A ἱλάξομαι A.R. 2.808: aor. 1 ἱλᾰσάμην, Ep. part. ἱλασσάμενοι Il.1.100, Ep. subj. 2sg. ἱλάσσεαι 1.147, -ηαι A.R.3.1037; inf. ἱλάσσασθαι Ant.Lib.25.2 codd.; also ἱλάξασθαι A.R.1.1093:—Pass. (v. infr. 11). [ῑ regularly (written ι, not ει, SIG1044.6,9 (Halic., iv/iii B.C.)); ῐ Il.1.100, 147]: (ἵλαος):—appease, in Hom. always of gods, θεὸν ἱ. ib.386, cf. 100, al., Od.3.419; μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι (sc. θεούς) Hes.Op.338; ὄφρ' ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι Il.1.147; c. part., ἱλάσκομαι πέμπων by presenting, Pi.O.7.9; τοῦτον (sc. θεὸν) ἱλάσκου ποῶν μηδὲν ἄτοπον Men.Epit.558; of the dead as heroized, θυσίῃσί τινα ἱ. Hdt.5.47.    2 of men, conciliate, ἱ. τινὰ χρήμασι Id.8.112; πῶς ἱλασόμεθα καὶ τίνι λόγῳ; Pl.Phd.l.c.; ἱ. τὴν ὀργήν τινος Plu.Cat.Mi.61.    3 expiate, τὰς ἁμαρτίας Ep.Hebr.2.17.    II Pass. with fut. ἱλάσομαι, also ἱλασθής ομαι v.l. in LXX 4 Ki.5.18: aor. 1 ἱλάσθην ib.Ex.32.14,al.:—to be merciful, gracious, τινι ll.cc.; ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ Ev.Luc.18.13; ταῖς ἁμαρτίαις τινῶν LXXPs.77(78).38: c. inf., ἱλάσθη κύριος περιποιῆσαι τὸν λαόν ib.Ex.32.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάσκομαι: ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. ἱλάσομαι ᾰ Πλάτ. Φαίδ. 95Α, Ἐπικ. ἱλάσσομαι, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 4. Δωρ. ἱλάξομαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 808 (ἐνεργ. ἐξιλάσω Χρησμ. Σιβυλλ. 7, 30): ἀόρ. ἱλᾰσάμην, Ἐπικ. ὑποτακτ. β΄ ἑνικ. ἱλάσσεαι Ἰλ., -ηαι Ἀπολλ. Ρόδ.· ὡσαύτως ἱλαξάμην ὁ αὐτ. Α. 1093. ῑ κανονικῶς· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Ἰλ. Α. 100, 147, πρβλ. ἐξιλάσκομαι. Ἀποθ.: (ἵλαος). Ἐξιλεώνω, καταπραΰνω (ἴδε ἵλαμαι, ἱλάομαι), παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ θεῶν, αὐτίκ’ ἐγὼ πρῶτος κελόμην θεὸν ἱλάσκεσθαι Ἰλ. Α. 386, πρβλ. 100, 444., Ζ. 380, 385, Ὀδ. Γ. 419· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· ὄφρ’ ἡμῖν Ἐκάεργον ἱλάσσεαι Ἰλ. Α. 147. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οὓς ἐπιθυμεῖ τις νὰ ἐξευμενίσῃ μετὰ θάνατον διὰ θείων τιμῶν, Ἡρόδ. 5. 47· ἀκολούθως ἁπλῶς, ἐξευμενίζω, ἱλάσκεσθαί τινα χρήμασι ὁ αὐτ. 8. 112· πῶς ἱλασόμεθα καὶ τίνι λόγῳ Πλάτ. Φαίδ. 95Α· ἱλασόμενοι τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν τοῦ Καίσαρος Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61· 3) ἱλαρὸν ποιῶ τινα, παρέχω αὐτῷ φαιδρότητα, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός, ἱλάσκομαι, «ἱλαροὺς αὐτοὺς καὶ εὐχαρίστους ἀποτελῶ» (Σχόλ.)· τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ παραδέχεται καὶ ὁ Dissen θεωρῶν τὸ ἱλάσκομαι ἐνταῦθα = τῷ εὐφραίνω, Πινδ. Ο. 7. 15. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐξιλεώνω, κάμνω ἐξιλέωσιν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ Ἐπιστ. π. Ἑβφ. β΄, 17· ὡσαύτως μετὰ δοτ. συγχωρῶ, αὐτὸς δὲ (ὁ Θεὸς δηλ.) ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσεται ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 38). ΙΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. προστακτ. ἀόρ. Παθ. ἱλάσθητι, ἔσο ἵλεως, εὔσπλαγχνος, ἐλεήμων, τινὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 13 (πρβλ. ἐξιλάσκομαι), ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τοὺς ἐνεργ. τύπους, ἱλήκω, ἵλημη, οὓς ἴδε.

French (Bailly abrégé)

f. ἱλάσομαι, ao. ἱλασάμην, pf. inus.
se rendre favorable, apaiser : ἱ. τινι, qqn ; ἱ. τινά τινι, se concilier qqn au moyen de qch ; ἱλ. τὴν ὀργήν τινος PLUT apaiser la colère de qqn.
Étymologie: ἵλαος, cf. *ἵλημι.

English (Slater)

ῑλάσκομαι
   1 ask (the gods') blessing for c. dat. νέκταρ χυτὸν ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι (“bitte die Götter um ihren Segen für die Sieger” Fränkel, W & F, 359) (O. 7.9)

English (Slater)

ῑλάσκομαι
   1 ask (the gods') blessing for c. dat. νέκταρ χυτὸν ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι (“bitte die Götter um ihren Segen für die Sieger” Fränkel, W & F, 359) (O. 7.9)