βάσανος
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ἡ,
A touchstone, on which pure gold leaves a yellow streak, ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσός Thgn.417; χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ Id.450, cf. 1105; παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Arist.Col.793b1, cf. HA 597b2: metaph., β. τοῦ ἀρώματος (sc. τοῦ κινναμώμου) τὴν αἶγα εἶναι Philostr.VA3.4. II the use of this as a test, χρυσὸς ἐν β. πρέπει Pi.P.10.67: generally, test, trial of genuineness, οὐκ ἔστιν μείζων β. χρόνου [Simon.]175.1; δόμεν τι βασάνῳ ἐς ἔλεγχον Pi.N.8.20; σοφὸς ὤφθη βασάνῳ θ' ἁδύπολις S.OT510 (lyr.), cf. 494; βάσανον λαμβάνειν περί τινος Pl.Lg.648b; εἰς β. εἶ χερῶν wilt come to a trial of strength, S. OC835; πλοῦτος β. ἀνθρώπου τρόπων Antiph.232.5; [νόσου] ἔσχ' ἐπὶ σοὶ βάσανον had experienced it in you, i. e. you had had it first, IG14.1320; βάσανον ὑποκείσονται will be subjected to a test, of candidates, POxy.58.25 (iii A. D.). III inquiry by torture, ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Hdt.8.110; εἰς β. αἰτεῖν Herod.2.88; ἐξετάσαι διὰ βασάνων SIG780.12 (Astypalaea, Aug.); esp. at Athens, used to extort evidence from slaves, εἰς β. δέχεσθαι Antipho1.12; εἰς β. παραδοῦναι Is.8.17; ἐκ βασάνων εἰπεῖν ib.12: in pl., confession upon torture, D. 53.24, Hyp.Fr.5, Arist.Rh.1355b37. 2 agony of battle, ἡ κατὰ τὸ ἔργον β. S.E.M.6.24; tortures of disease, Ev.Matt.4.24; cf. ἐπάγρυπνος β. Vett.Val.211.28; also ψυχικαί Id.182.19; torments of hell,Ev.Luc.16.23. 3 trespass-offering, LXX 1 Ki.6.17.—Oriental word.
German (Pape)
[Seite 436] ἡ, 1) der Probierstein, lapis lydius, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Pind. P. 10, 67; χρυσὸς τριβόμενος βασάνῳ Theogn. 250; übertr., Sp. D., z. B. ἐν βασάνῳ σοφίης κρίνεσθαι Mnasale. 15 (VII, 54). – 2) Untersuchung, ἐς πᾶσαν β. ἀφικνεῖσθαι Her. 8, 110; ἐς βάσανον χερῶν εἶ Soph. O. C. 839; vgl. O. R. 492; ἐπ' ἄλλην β. ἀναφέρειν Plat. Gorg. 487 e; προσφέρειν τινί Phil. 23 a; β. λαμβάνειν τινός, Prüfung anstellen, Tim. 68 d; βάσανον δοῦναι, Probe, Beweis von etwas geben, Ar. Th. 801; Plat. Legg. VI, 751 c; τοῦ πιστοὶ εἶναι Xen. Cyr. 7, 5, 64; vgl. ἱκανὴν β. ἔχειν τινός Lys. 26, 17; Untersuchung durch die Folter, ἀκριβέστατος ἔλεγχος Is. 8, 12; εἰς βάσανον διδόναι Antiph. 1, 11; 5, 31; ἐκ βασάνων τἀληθῆ λέγειν Is. 8, 12, auf der Folter, durch die Folterwerkzeuge; so öfter bei den Rednern; das durch die Folter erzwungene Geständniß, Dem. 23, 24; vgl. Harpocr. Bei Sp. übh. Marter, Qual, z. B. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βάσᾰνος: [βᾰ], ἡ, ἡ Λυδία λίθος,ἡ πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσίου, Λατ. la pis Lvdius, μέλαινα τὴν χροιάν, ἐφ' ἧς ὁ καθαρὸς χρυσὸς τριβεὶς ἀφίνει ἰδιαίτερον ἴχνος ,ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσὸς Θέογν. 417· χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ αὐτόθι 450, πρβλ. 1005· παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Ἀριστ.π.Χρωμ.3.7. ΙΙ.ἡ χρῆσις τῆς λίθου ταύτης πρὸς δοκιμήν, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Πίνδ. II.10.105· καθόλου, δοκιμὴ καὶ ἔρευνα ὁρίζουσα ἂν τὸ πρᾶγμα εἶναι γνήσιον , σωστὸν ἢ πραγματικόν, οὐκ ἔστι μείζων ;β. χρόνου Σιμων.101· ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Ἡρόδ. 8.110· δοῦναί τι βασάνῳ Πίνδ. Ν.8.33· σοφὸς ὤφθη , βασάνῳ θ' ἁδύπολις Σοφ. Ο.Τ.510. πρβλ. 494· βάσανον λαμβάνειν περί τινος Πλάτ. Νόμ. 648Β· εἰς β. εἶ χερῶν , θὰ ἔλθῃς εἰς δοκιμὴν τῆς ἰσχύος σου .Σοφ. Ο.Κ. 835· πλοῦτος β. ἀνθρώπου τρόπων Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60· [νόσου]ἔσχ' ἐπί σοὶ βάσανον , σὺ πρῶτος τὴν ἐδοκίμασας ,δηλ. σὺ πρῶτος τὴν εἶχες , Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 722· πρβλ. ἔλεγχος ΙΙ. ΙΙΙ. ἐξέτασις διὰ βασάνου, ἀνάκρισις δι' ἐφαρμογῆς βασάνου , ἐν χρήσει πρὸς ἀπόσπασιν μαρτυρίας ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀντιφῶν 112.24.,133.29,κτλ.. , ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1.15,26· εἰς βάσανον παραδιδόναι Ἰσαῖ. 70.34· ἐκ βασάνων εἰπεῖν αὐτόθι 8· κατὰ πληθ., ὁμολογία διὰ βασάνου, Δημ. 1254.9· -ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ βασανίσῃ τις τὸν ἐλεύθερον ἐν Ἀθήναις,Ἀνδοκ. 6.44,Λυσ. 102.4.,132.16· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. tormentum. 2) κόπος βασανιστικός, βάσανος τῆς νόσου ,κτλ.., Σέξτ. Ἐμπ. Μ.6.24, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ', 24. (Ἐν τῇ Σανσκρ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ μεμονωμένος τις τύπος p âshânas (lapis),καὶ ἐν τῇ Ἑβραïκῇ, Bâshan=Βασαλτικὴ χώρα· ἀλλ' "η ἀρχὴ τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἄγνωστος).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. pierre de touche;
II. fig. 1 moyen d’éprouver, épreuve;
2 épreuve par la torture, mise à la question.
Étymologie: DELG mot égyptien bahan, désignant une espèce de schiste utilisé comme pierre de touche.
English (Slater)
βᾰςᾰνος
1 touchstone πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.67) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.20) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16.