paso
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Spanish > Greek
βάδισις, διάβασις, ἐμβολή, βάσις, ἐξαλλαγή, διόδιος, διέξοδος, διαδρομή, ἐντομή, αὐχήν, δέρη, διαφοίτησις, εἰσβολή, ἔμβασις, εἴσοδος, ἅλς, διόδιον, δίοδος, ἑβρα, βάδος, διέλευσις, διαπέραμα, δίαυλος, βάδισμα, διάβημα, διόδευσις, διέκπλοος, διαπνοή, διαπεραίωσις, διάπνους, βῆμα, διεκβολή, ἐκποίησις, διάδρομος, ἔγχυσις, διοδεία