ζήτημα

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζήτημα Medium diacritics: ζήτημα Low diacritics: ζήτημα Capitals: ΖΗΤΗΜΑ
Transliteration A: zḗtēma Transliteration B: zētēma Transliteration C: zitima Beta Code: zh/thma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is sought, Hp.VM3; οὐ ῥάδιον ζ. a thing not easy to find, of Pentheus' mutilated limbs, E.Ba.1139; δυσνοούμενον ζ., of God, Secund.Sent.3.    II inquiry, question, S.OT278, Act.Ap.15.2,al.; esp. of a philosophic nature, τὸ περὶ νόμους ζ. Pl.Lg.631a; τὰ περὶ φύσεως ζ. ib.891c; ποιητικῶν ζ. λύσεις Metrod.Herc.831.13; also τοῦτ' . . οὗ τυγχάνει ζ. Pl.Cra.421a; ἐκεῖνό γ' ἦν τὸ ζ. πρῶτον, πότερον . . Id.Sph.221c; search, σῶμα μυρίοις ζητήμασιν εὑρών E.Ba.1218; μητρός after her, Id.Ion1352.    2 official or judicial inquiry, POxy.97.14 (ii A.D.).    III in pl., claims, PRyl.117.14 (iii A.D.); subjects of dispute, SIG785.8 (i A.D.), Act.Ap.25.19.

German (Pape)

[Seite 1139] τό, das Suchen, die Untersuchung; μητρός Eur. Ion 1352; περὶ νόμων, περὶ φύσεως, Plat. Legg. I, 630 c X, 891 c; Gegenstand der Untersuchung, Soph. O. R. 278.

Greek (Liddell-Scott)

ζήτημα: τό, τὸ ζητούμενον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· οὐ ῥᾴδιον ζ., πρᾶγμα δυσεύρετον, ἐπὶ τῶν ἠκρωτηριασμένων μελῶν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 1139. ΙΙ. ἔρευνα, Σοφ. Ο. Τ. 278, ἰδίως φιλοσοφικῆς φύσεως, τὸ περὶ νόμους ζ. Πλάτ. Νόμ. 630Ε· τὰ περὶ φύσεως ζ. αὐτόθι 891C· ὡσαύτως, τοῦτ’ οὗ τυγχάνει ζ. ὁ αὐτ. Κρατ. 421Α· ἐκεῖνό γ’ ἦν τὸ ζ. πρῶτον, πότερον… ὁ αὐτ. Σοφ. 221C· ἀναζήτησις, ἔρευνα, μυρίοις ζητήμασιν εὑρὼν Εὐρ. Βάκχ. 1218· μητρός, περὶ τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἴωνι 1352.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 recherche;
2 objet de recherche.
Étymologie: ζητέω.

English (Strong)

from ζητέω; a search (properly concretely), i.e. (in words) a debate: question.