δικαίωμα

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαίωμα Medium diacritics: δικαίωμα Low diacritics: δικαίωμα Capitals: ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Transliteration A: dikaíōma Transliteration B: dikaiōma Transliteration C: dikaioma Beta Code: dikai/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of right, opp. ἀδίκημα, Arist.Rh.1359a25; duty, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δ. Ph.2.199; prop. amendment of a wrong, opp. δικαιοπράγημα, Arist.EN1135a13: hence,    a judgement, penalty, Pl.Lg.864e.    b justification, plea of right, Th.1.41, Isoc. 6.25, Arist.Cael.279b9, LXX 2 Ki.19.28(29), PLond.2.360.8 (ii A. D.), etc.; δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων, compiled by Arist. for Philip, Harp. s.v. Δρύμος.    c pl., pleadings, documents in a suit, OGI13.13 (Samos), PLille 29.25 (iii B. C.), etc.; also, credentials, BGU113.10 (ii A. D.), al.    d act of δικαίὠσις 1.3, Ep.Rom.5.16.    II ordinance, decree, LXX Ge.26.5, Ex.15.26 (pl.), al., Ep.Rom.1.32, 2.26 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 627] τό, das Recht oder Gerechtgemachte, – a) die gerechte Handlung; Arist. rhet. 1, 13; Ggstz ἀδίκημα Eth. Nic. 5, 7; von δικαιοπράγημα unterschieden, ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος; dah. = Strafe, Plat. Legg. IX, 864 e. – b) Rechtsgründe, Ansprüche; im plur., Thuc. 1, 41; Isocr 6, 25. – c) Uebh. das Recht, was das Gesetz fordert, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαίωμα: τό, πρᾶξις δικαιοσύνης, ἀντίθ. ἀδίκημα, Ἀριστ. Ρητ. 1.13,1· -ἀλλά, κυρίως, ἐπανόρθωσις ἀδικήματος (τὸ δὲ ἄλλο εἶνε δικαιοπράγημα), ὁ αὐτ. Ἡθ.Ν. 5.7, 7· -ἐντεῦθεν, α) κρίσις, τιμωρία, ποινή, ζημία, Πλάτ. Νόμ. 864Ε. β) δικαίωσις, ἀξίωσις, ἀπαίτησις, Θουκ. 1.41, Ἰσοκρ. 121Α, Ἀριστ. Οὐρ. 1.10,1· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων Ἀποσπ. 569, 571· ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ καὶ ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. Ἐπ. α΄,16. ΙΙ. διαταγή, ἀπόφασις, Ἑβδ. (Γεν. κς΄, 5, Ἐξόδ. ιε΄,26 κ. ἀλλ), Ἐπ. π. Ρωμ. α.32, δ.26, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action juste, acte de justice;
2 réclamation d’un droit, prétention juste;
3 décision de justice, jugement, peine.
Étymologie: δικαιόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): tes. δικαίουμα Ἀρχ.Δελτ. 18.1963.138 (III a.C.)
I 1acción justa, acto de justicia, ἀδίκημα ἢ δ. Arist.Rh.1359a25, δ. δὲ τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arist.EN 1135a13, δικαιώματα δὲ τὰ ἀπὸ δικαιοσύνης Chrysipp.Stoic.3.136, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δικαιώματα Ph.2.199, τὰ ἀδελφικὰ δικαιώματα las acciones justas propias de un hermano, Const.App.3.12.2.
2 castigo, pena τῶν δὲ ἄλλων δικαιωμάτων ἀφείσθω Pl.Lg.864e.
3 derecho, reclamación de un derecho δικαιώματα μὲν οὖν τάδε πρός ὑμᾶς ἔχομεν Th.1.41, cf. Isoc.6.25, τῷ δικαιώματι εἶναι ser de derecho op. ‘ser de hecho’, Th.6.80, τί ἐστίν μοι ἔτι δ. καὶ τοῦ κεκραγέναι ...; ¿qué derecho puedo aún tener para reclamar ...? LXX 2Re.19.29, cf. Dor.Ab.Doct.58, c. gen. τὰ τῆς φύσεως δικαιώματα las justas exigencias de la naturaleza I.AI 17.108, τῶν πόλεων δικαιώματα D.H.3.12, τοῦ Πομπηίου δικαιώματα D.C.41.32.4, cf. PLond.360.8 (II d.C.)
τὰ Δικαιώματα tít. de una obra de Aristóteles, Harp.s.u. Δρυμός.
4 justificación, alegato τὰ τῶν ἀμφισβητούντων λόγων δικαιώματα Arist.Cael.279b9, ἀπορίᾳ τῶν ἀλλαχόθεν δικαιωμάτων I.AI 17.130, φιλίας πρὸς τοὺς ξένους δικαιώματα razones que justifican la amistad con los extranjeros Hld.8.3.7, cf. Ep.Rom.5.16
concr. documento acreditativo, justificativo aducido como prueba en juicios o conflictos legales αἷς ἂν ἡμέραις οἱ διαλλακταὶ ... μαρτυρίας καὶ δικαιώματα [λα] μβάνωσιν SEG 17.415.4 (Tasos IV a.C.), cf. OGI 13.13 (Samos III a.C.), Ἀρχ.Δελτ. l.c., τὰ δὲ δικαιώ[μα] τα τῆ<ς> δίκης PHal.1.38, cf. PLille 29.25 (ambos III a.C.), PTor.Choachiti 12.5.25 (II a.C.), ἔχοντας πάντα τὰ δικαιώμαθ' ὅπως ... ἐνθήδ' (sic) ἡμῖν κριθῶσιν PCair.Zen.368.6 (III a.C.), cf. PPetr.3.25.52 (III a.C.), BGU 1248.5 (II a.C.), ἀντίγραφα τῶν δικαιωμάτων SB 13256.6 (III a.C.), προκτητικ(ὰ) δικαιώμ(ατα) documentos acreditativos del anterior propietario, POxy.1648.66 (II d.C.), cf. PTor.Choachiti 12.3.21 (II a.C.), BGU 113.10 (II d.C.), Artem.5.10.
5 plu. pertenencias χρηστήρι[α] ἤτοι δικαιώματα τὰ ἀνήκοντα τῷ αὐτῷ κλιβανίῳ POxy.1890.9, cf. 20 (VI d.C.).
II en la Biblia orden, decreto Αβρααμ ... ἐφύλαξεν ... τὰ δικαιώματά μου καὶ τὰ νόμιμά μου LXX Ge.26.5, τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις LXX De.30.10, cf. Ex.15.26, Eu.Luc.1.6, τὸ δ. τοῦ θεοῦ ἐπιγνόντες Ep.Rom.1.32, τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου Ep.Rom.2.26.

English (Strong)

from δικαιόω; an equitable deed; by implication, a statute or decision: judgment, justification, ordinance, righteousness.