πτέρυξ

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτέρυξ Medium diacritics: πτέρυξ Low diacritics: πτέρυξ Capitals: ΠΤΕΡΥΞ
Transliteration A: ptéryx Transliteration B: pteryx Transliteration C: pteryks Beta Code: pte/ruc

English (LSJ)

(

   A πτερύξ Aristarch. ap. Hdn.Gr.1.45), ῠγος, ἡ: Ep. dat. pl. πτερύγεσσι: (πτερόν):—wing of a bird, Il.2.316; mostly pl., ib.462, Od.2.149, Hes.Sc.134, A.Ag.52 (anap.), etc.; λευκὴ πτεροῖσι, πλὴν . . ἄκρων τῶν πτερύγων white in its plumage, save . . the tips of the wings, of the ibis, Hdt.2.76; of Eros and Nike, Aristopho 11.8: metaph., κινοῦντα πτέρυγας ἤδη 'trying your wings', Lib.Ep.155.2.    2 winged creature, bird, AP6.12 (Jul.).    3 flight, augury, omen, ποίων (sc. ὀρνίχων) οὐκ ἀγαθαὶ πτέρυγες Call.Lav.Pall.124.    II anything like a wing,    1 in pl.,= πτερύγια, fins of fish, Arist. HA505b21, Mir.835b10, Ael.NA11.24; flippers of seals, Arist. PA697b5; of dolphins and whales, Id.HA537b3; of the tortoise, Nic.Al.559.    2 pl., feathery foliage, Thphr.HP3.9.6.    b = ἄσπληνος 1, Dsc.3.134.    3 blade of the steering-paddle, IG22.1607.74: hence, rudder, S.Fr.1083; ἑξήρετμοι π., of oars, Epigr.Gr.337.2 (Cyzicus).    4 flap of a cuirass, X.An.4.7.15 (v.l.), cf. Eq.12.4, 6; of the Doric χιτών, Ar.Fr.325, Men.Epit.187, Com.Adesp.17.1 D., Plu.Comp.Lyc.Num.3, Poll.7.62.    5 broad edge of a knife or hunting-spear, Plu.Alex.16, Poll.5.21; beak of the sword-fish (v.l. ῥύγχος), Ael.NA9.40.    6 lobe of the lungs, Hp.Coac.394.    7 point of a building, Poll.7.121.    8 front frame of a torsion-engine, Hero Bel.101.8.    9 shoulder-blade, Philostr.Gym.30.    10 in pl., title of poem whose lines form a pattern like wings, AP15.24 (Simm.).    11 pl., sails, Com.Adesp.9 D., Lyr.Alex.Adesp.20.9.    III anything that covers or protects like wings, π. πέπλων E.Ion 1143; κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας, i.e. Aulis, Id.IA120 (lyr.); νεοσσὸς ὡσεὶ πτέρυγας εἰσπίτνων ἐμάς Id.Tr.751; of a mountain, Λιβάνου πτέρυγες Musae.48.    2 fence, wall, Lyc.291.    IV metaph., πτέρυγες γόων the wings, i.e. the flight or flow, of grief, S. El.242 (lyr.); π. Πιερίδων Pi.I.1.64.

German (Pape)

[Seite 809] υγος, ἡ (nach Aristarch. πτερύξ zu accentuiren, vgl. Schol. Il. 2, 316; Andere wollten gar einen Unterschied in der Bedeutung nach dem Accent machen, E. M.), Feder, Flügel; πτέρυγος λάβεν, ergriff am Flügel, Il. 2, 316; ἀγαλλόμεναι πτερύγεσσιν, 2, 462, u. sonst; πτέρυγα χαλάξαις, Pind. P. 1, 6; πτερύγεσσιν ἀγλααῖς Πιερίδων, I. 1, 64; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς, Aesch. Prom. 126; πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι, Ag. 52; Soph. Ant. 114; übtr., γόων, El. 235; ἅμ' ἠελίου πτέρυγι θοῇ, Eur. Ion 123, u. öfter. – Uebh. ein hervorstehender, herabhangender Theil, z. B. des Ohres, am Kleide, am Harnisch, Xen. Equ. 12; τῆς κοπίδος, Plut. Alex. 16; am Geländer, des Gebirges, Mus. 48 u. s. w., wo zum Theil auch unser »Flügel« entspricht, Ael. H. A. 9, 40 nennt das Schwert des ξιφίας so, u. sonst auch die Scharfe, Schneide des Schwertes, Beiles, wobei wahrscheinlich auch an die Aehnlichkeit zu denken, welche das griechische Beil mit einem Flügel hat, auch λόγχης, Poll. 5, 21. – Bei Iul. Aeg. 9 (VI, 12) steht es für Vogel.

Greek (Liddell-Scott)

πτέρυξ: -ῠγος, ἡ· Ἐπικ. δοτ. πληθ. πτερύγεσσι· (πτερόν·) - ἡ πτέρυξ πτηνοῦ, κοινῶς «φτεροῦγα», Ἰλ. Β. 316· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., πτέρυγες, αὐτόθι 462, Ὀδ. Β. 149, Ἡσ. καὶ Αἰτ.· λευκοὶ πτεροῖσι..., πλὴν ἄκρων τῶν πτερύγων, λευκὰ κατὰ τὰ πτερὰ πλὴν τῶν ἄκρων τῶν πτερύγων, Ἡρόδ. 2. 76· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος καὶ τῆς Νίκης, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 2) ζῷον πτερωτός, πτηνόν, Ἀνθ. Π. 6. 11· ἐντεῦθεν, οἰωνός, σημεῖον προφητικόν, οὐκ ἀγαθαί πτέρυγες Καλλ. Λουτ. Παλλάδ. 124. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα, παρεμφερὲς πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ. πτέρυγες, = πτερύγια, τὰ τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 72, Αἰλ. π. Ζ. 11. 24· τὰ πτερύγια τῶν φωκῶν ἢ πόδες αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 29, πρβλ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 10. 11· τῆς χελώνης οἱ πόδες, Νικ. Ἀλεξίφ. 570· οἱ πλόκαμοι μαλακίων τινῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 2. 14, 4. 2) φυλλάριον, ἢ μέρος φύλλου, Λατ. pinna, Θεοφρ. π. Φυτ· Ἱστ. 3. 9, 6 (ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ)· - ὡσαύτως = πτερίς, αὐτόθι 4. 2, 14 (ἔνθα ἴδε Scheid.), Διοσκ. 3. 151. 3) πηδάλιον, Σοφ. Ἀποσπ. 930 ἐξήρετμοι πτ., ἐπὶ τῶν κωπῶν, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3694· πρβλ. πτερὸν ΙΙΙ. Ι. 4) αἱ ἐκ μετάλλου ταινίαι, αἵτινες ἀπὸ τοῦ θώρακος κρεμάμεναι ἐκάλυπτον τὰ κάτωθεν τῆς ὀσφύος μέρη μέχρι τῶν γονάτων χωρὶς νὰ κωλύωσι τὰς κινήσεις τῶν σκελῶν, Ξενοφ. Ἀν. 4. 7, 15, πρβλ. Ἱππ. 12, 4 καὶ 6· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Δωρικοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 312, Πλουτ. Λυκούργ. κ. Νουμ. Συγκρ. 3, Πολυδ. Ζ΄, 62, κτλ.· ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 10. 5) πτέρυξ κοπίδος, τὸ πλατὺ μέρος αὐτῆς, Πλουτ. Ἀλέξ. 16· ἐπὶ λόγχης, «ὅθεν δὲ πλατύνεται, πτέρυγες αἱ ἑκατέρωθεν προβολαὶ» Πολυδ. Ε΄, 21· ἐπὶ τοῦ ξιφοειδοῦς ῥύγχους τοῦ ξιφίου (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ῥύγχος), Αἰλ. π. Ζ. 9. 40. 6) λοβὸς τῶν πνευμόνων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181. 7) τὸ ἄκρον, ἡ κορυφὴ οἰκοδομήματος, Πολυδ. Ζ΄, 121· πρβλ. πτερύγιον ΙΙ. 4. ΙΙΙ. πᾶν ὅ, τι καλύπτει ἢ προστατεύει ὡς αἱ πτέρυγες. πτ. πέπλων Εὐρ. Ἴων. 1143· Εὐβοίης κολπώδης πτέρυξ, ὅ ἐ. ἡ Αὐλίς, Δινδ. εἰς Εὐρ. Ι. Α. 120, πρβλ. Τρῳ. 746. IV. μεταφορ. ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, κωλύουσα τὴν ἔξοδον ὀξέων γόων, Σοφ. Ἠλ. 243, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.· πτ. Πιερίδων Πινδ. Ι. 1. 90. - Πρβλ. πτερόν, πτερύγιον ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

French (Bailly abrégé)

υγος (ἡ) :
I. aile ; p. ext. vol des oiseaux ; fig. vol, essor en parl. de gémissements;
II. p. anal. 1 nageoire de poisson;
2 frange d’un vêtement;
3 αἱ πτέρυγες appendices d’une cuirasse sur les parties creuses du corps;
4 tranchant aminci d’une épée, de la bouche du poisson ξίφος;
5 appendice en forme d’aile en parl. de l’Eubée placée comme une aile sinueuse devant le continent.
Étymologie: πτερόν.

English (Autenrieth)

υγος, pl. dat. πτερύγεσσιν: wing, pinion.

English (Slater)

πτέρυξ
   1 wing
   a Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρᾰγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις (P. 1.6)
   b met. εἴη μιν εὐφώνων πτερᾰγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (τοῖς ἐγκωμίοις μέλεσιν Σ.) (I. 1.) 64.
   c frag. πτερ]ύγεσσι κ[ P. Oxy. 2447, fr. 53.

Spanish

ala

English (Strong)

from a derivative of πέτομαι (meaning a feather); a wing: wing.