ὀθόνη

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀθόνη Medium diacritics: ὀθόνη Low diacritics: οθόνη Capitals: ΟΘΟΝΗ
Transliteration A: othónē Transliteration B: othonē Transliteration C: othoni Beta Code: o)qo/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A fine linen, in Hom. always pl., fine linen cloths, Od.7.107 ; of a woman's dress, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141, cf. 18.595 ; ὀθόναις ἐσταλμένος Luc.DMort.3.2 : sg., a cloth, Act.Ap.10.11, 11.5, Gal.11.134, 6.795.    2 later, sails, πνεύσεται εἰς ὀθόνας AP12.53.8 (Mel.), cf. 10.5 (Thyill.) : sg., sail-cloth, sail, Luc.JTr.46, VH2.37.    3 in pl., of the membranes that enclose the pupil of the eye, Emp.84.8.

German (Pape)

[Seite 296] ἡ, seine, weiße Leinwand, u. daraus gemachte seine, leichte Kleider der Frauen; ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν, Il. 3, 141; αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, 18, 595; καιροσέων δ' ὀθονέων, Od. 7, 107, s. καιροσέων; für »Segel« steht es im plur. Satyr. 5 (X, 5), wie νεῶν Mel. 80 (XII, 53); auch Luc. oft, ὁ ἄνεμος ἐμπίπτων τῇ ὀθόνῃ Iov. Trag. 46, Segel, wie V. H. 2, 38, u. öfter für seine Leinwand, Gewand, ἐσταλμένος ταῖς ὀθόναις γελοίως Mort. D. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀθόνη: ἡ, λεπτὸν λινοῦν ὕφασμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ., λεπτὰ λινᾶ ἐνδύματα, Ὀδ. Η. 107· ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι Ἰλ. Γ. 121, πρβλ. Σ. 595· ὀθόναις ἐσταλμένος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 3. 2. 2) ἀκολούθως, ἱστία, πνεύσεται εἰς ὀθόνας Ἀνθ. Π. 12. 53, πρβλ. 10. 5· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, ὕφασμα δι’ ἱστίον, ἱστίον, «πανί», Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 46, πρβλ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 37. 3) ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν περικλειουσῶν τὴν κόρην τοῦ ὀφθαλμοῦ μεμβρανῶν, Ἐμπεδ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀθόναι· τὰ περιβόλαια πάντα. παρὰ τὸ ἕσασθαι. τινὲς δὲ ζώνας ἀποδεδώκασιν», προσέτι: «ὀθόνη· σινδών. ζώνη τελαμών. γυναικεῖον ὀθόνιον λεπτόν. καὶ πᾶν τὸ ἰσχνόν, κἂν μὴ λινοῦν ᾖ» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 linge fin, toile fine pour vêtements de femme;
2 la voile.
Étymologie: DELG sûrement emprunt ; cf. βελόνη, περόνη ; pê de l’égyptien idmj « étoffe de lin rouge ».

English (Autenrieth)

only pl., fine linen, linen garments, Il. 18.595.

English (Strong)

of uncertain affinity; a linen cloth, i.e. (especially) a sail: sheet.

English (Thayer)

ὀθονης, ἡ (from Homer down);
a. linen (i. e. fine white linen for women's clothing; cf. Vanicek, Fremdwörter, under the word).
b. linen cloth (sheet or sail); so Acts 11:5.