Μάης

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο μήνας Μάιος
2. (ως προσηγορικό) στεφάνι που κατασκευάζεται από άνθη και κρεμιέται πάνω από την πόρτα του σπιτιού κατά την πρωτομαγιά
3. κοινή ονομασία του φυτού Statice sinuata
4. φρ. α) «τον κόκκινο Μάη» — ουδέποτε
β) «πιάνω τον Μάη» — πηγαίνω στην εξοχή για τον εορτασμό της πρωτομαγιάς
5. παροιμ. «στον καταραμένο τόπο τον Μάη μήνα βρέχει» — οι βροχές του Μαΐου κάνουν ζημιά στη γεωργία και στην αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Μάιος < λατ. Majus, προσωνυμία του Διός (Majus Juppiter)].

Greco-Persian Names

Hypc. form based upon APers. māh, month, Av. māh, moon, moon-god, Māh (NPers. māh), Skt. mās, perhaps with suffix a.