ένσωμος

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνσωμος, -ον) σώμα
ενσώματος
μσν.
αισθητός, ζωντανός
αρχ.
φρ. «ἔνσωμος φράσις» — έκφραση που αναφέρεται με άμεσο τρόπο στα πράγματα, στην ουσία.