ένταση
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Greek Monolingual
η (AM ἔντασις)
1. τέντωμα, διάταση («η ένταση της χορδής»)
2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» — η άνοδος του πυρετού)
νεοελλ.
1. το μέτρο του μεγέθους ή της αποτελεσματικότητας του ήχου, του φωτός, της ακτινοβολίας κ.λπ.
2. φρ.
α) «ένταση ήχου» — η ιδιότητα με την οποία διακρίνουμε τον ήχο σε ισχυρό ή ασθενή
β) «ένταση μουσικού φθόγγου, κομματιού κ.λπ.» — ο βαθμός της ισχύος κατά την εκτέλεση, ο οποίος καθορίζεται διεθνώς με ιταλικούς τεχνικούς όρους
γ. «ένταση αισθήματος» — ο βαθμός της ζωηρότητας με την οποία γίνεται αντιληπτός κάποιος εξωτερικός ερεθισμός
δ) «ένταση σχέσεων» — δυσάρεστη εξέλιξη σχέσεων η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη
ε) «ένταση τών κιόνων» — η ελαφρά κύρτωση τών δωρικών κιόνων η οποία αρχίζει από τη βάση και φθάνει στο μέγιστο σημείο λίγο κάτω από τη μέση
αρχ.
1. (γεωμ.) εγγραφή («περὶ τῆς ἐντάσεως τοῦ τριγώνου εἰς τὸν κύκλον»)
2. φρ. «ἔντασις προσώπου» — σοβαρότητα.