αμύσσω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
ἀμύσσω και -ττω (Α)
1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω
2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ
3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ
4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει
5. Ιατρ. χαράζω, τέμνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυχ-jω. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. να σχετίζεται με το λατ. mucrō «κοφτερή αιχμή, ξίφος» (< επίθ: ΙΕ mukros «οξύς, μυτερός, σουβλερός») και το λιθουαν. mušti «κτυπώ».
ΠΑΡ. αμυχή αρχ. ἄμυγμα, ἀμυγμός, ἀμύξ, ἄμυξις, ἀμυντικός, ἀμυχμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπισκαφδαμύσσω, καρδαμύσσω, καταμύσσω, παραμύσσω, προσαμύσσω, σκαρδαμύσσω.