ανατέλλω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
(Α ἀνατέλλω)
(αμτβ.)
1. υψώνομαι, ανέρχομαι
2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω
αρχ.
1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει
2. γεννώ, φέρνω στο φως
3. (για ποταμούς) πηγάζω
4. αυξάνομαι, μεγαλώνω
5. φανερώνομαι, γεννιέμαι
6. διαφαίνομαι, προκύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τέλλω «τελώ, εκτελώ, ανατέλλω».
ΠΑΡ. ανατολή].