Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανατέλλω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

ἀνατέλλω)
(αμτβ.)
1. υψώνομαι, ανέρχομαι
2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω
αρχ.
1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει
2. γεννώ, φέρνω στο φως
3. (για ποταμούς) πηγάζω
4. αυξάνομαι, μεγαλώνω
5. φανερώνομαι, γεννιέμαι
6. διαφαίνομαι, προκύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τέλλω «τελώ, εκτελώ, ανατέλλω».
ΠΑΡ. ανατολή].