αραιός
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀραιός, -ά, -όν)
1. ο μη πυκνός στη σύστασή του
2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα
ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά
αρχ.
1. ο ασθενικός, ο άτονος
2. ο στενός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά
η γαστήρ, η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη F στη λέξη μαρτυρείται από το ομηρικό μέτρο και ανάγει σε αρχικό τ. Fαρασιιός, ο οποίος συνδέεται πιθ. με τον τ. ῥᾷστος < Fράσιστος. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με δασύτητα και απαντά ως χαρακτηρισμός κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «ισχνός, αδύνατος» (Ομηρ.), ως επίθ. παράταξης (Ξενοφ.), τροφής (Αριστοτ.), υφάσματος και ύλης με την έννοια «χαλαρός, χασματικός, πορώδης» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., Αριστοτ.), σε αντίθεση προς το πυκνός και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «σπάνιος». Ο τ. αριός < αραιός, με συνίζηση, ενώ ο τ. ανάριος < αν(α)- + αραιός.
ΠΑΡ. αραιότητα (-ότης), αραιώδης, αραιώνω (-όω, -ώ).
ΣΥΝΘ. αραιοδόντης (-όδους) (-θριξ), αραιόστυλος, αραιότριχος
αρχ.
αραιόπορος, αραιόσαρκος, αραιόφθαλμος
μσν.- νεοελλ.
αραιόφυλλος].