βρίθος
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Greek Monolingual
βρῖθος, το (Α)
βάρος, φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής
αρχ.
αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής
νεοελλ.
αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].