γίγαντας

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο)
πληθ. Γίγaντες, οι
μυθικά παιδιά της Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς
μσν.-νεοελλ.
1. υπερβολικά μεγαλόσωμος
2. υπερβολικά δυνατός
νεοελλ.
1. ρωμαλέος, ηρωικός
2. (στα παραμύθια) δράκος, ανθρωποφάγος
3. πληθ. γίγαντες, οι
ποικιλία μεγάλων φασολιών
αρχ.
ως επίθ. ισχυρός («Ζεφύρου γίγαντος αὒρᾳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως η λ. προήλθε από το προελληνικό υπόστρωμα. Χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό και φέρει επίθημα -αντ - (πρβλ. Άβαντες, αλίβαντες, Κορύβαντες κ.ά.). Κατ' άλλους συνδέεται με λεττ. gāgans «μακρύ σχοινί, γίγαντας».
ΠΑΡ. γιγάντειος, γιγαντιαίος, γιγαντικός, γιγάντιος, γιγαντώδης
μσν.
γιγαντιώ
νεοελλ.
γιγαντεύομαι, γιγάντινος, γιγαντισμός, γιγαντώνω.
ΣΥΝΘ. γιγαντομαχία
αρχ.
γιγαντολέτης, γιγαντολέτωρ, γιγαντοφθόρος, γιγαντοφόνος
μσν.
γιγαντογενής, γιγαντόκτιστος, γιγαντοπάλαμος, γιγαντόχειρ
μσν.-νεοελλ. γιγαντοδύναμος, γιγαντόσωμος
νεοελλ.
γιγανταιώρημα, γιγαντόκορμος, γιγαντομαχώ, γιγαντοφυΐα].