διανέω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
A swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.8.89; τὸν Τίγρητα Luc.Hist. Conscr.19.
II c. acc., swim through, i.e. get safe through, δ. πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a, cf. R.441c; ποταμόν Ael.NA3.6.
III metaph. in Med., filter through, c. gen., Marc.Sid.76.
Spanish (DGE)
I tr. atravesar a nado τὸν Τίγρητα Luc.Hist.Cons.19, τὸν ποταμόν Paus.5.5.11, cf. Ael.NA 3.6, en una metáf. ἐξ ὑπτίας ... διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον intenta atravesar el discurso nadando de espaldas Pl.Phdr.264a, πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a
•c. ac. de rel. ταῦτα μὲν ἄρα ... διανενεύκαμεν entonces en ese tema hemos llegado a puerto Pl.R.441c, cf. Them.Or.23.297b.
II intr.
1 ir a nado, nadar ἐς τὴν Σαλαμῖνα Hdt.8.89, ἐφ' ἑκάτερα (χείλη τοῦ ποταμοῦ) Arist.Mir.845b12, ἐν τῷ ὕδατι Luc.Lex.2.
2 en v. med., de líquidos filtrarse a través de λίπος τρητοῦ διανεύμενον ἠθητῆρος Marc.Sid.76.
German (Pape)
[Seite 592] (s. νέω), durchschwimmen; ἐς Σαλαμῖνα Her. 8, 89; ποταμόν Ael. H. N. 3, 6. Übertr., τοσοῦτον πλῆθος λόγων, sich durcharbeiten, Plat. Parm. 187 a, Schol. περαιωθῆναι; vgl. ἀνάπαλιν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον διανεῖν Phaedr. 264 a; u. ταῦτα μόγις διανενεύκαμεν Rep. IV, 441 c, wir haben es endlich überwunden.
French (Bailly abrégé)
f. διανεύσομαι, etc.
1 traverser (la mer) à la nage : ἐς Σαλαμῖνα HDT jusqu'à Salamine;
2 traverser à la nage : ποταμόν ÉL un fleuve.
Étymologie: διά, νέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-νέω door... heen zwemmen; overzwemmen, met acc.:; ποταμόν δ. een rivier overzwemmen Luc. 59.19; met εἰς + acc..; ἐς Σαλαμῖνα naar Salamis overzwemmen Hdt. 8.89.1; overdr.. διανεῦσαι τοιοῦτόν τε καὶ τοσοῦτον πέλαγος λόγων door een zodanige en een zo grote zee van discussies heen zwemmen Plat. Parm. 137a; ταῦτα... μόγις διανενεύκαμεν we hebben ons er met moeite doorheen geworsteld Plat. Resp. 441c.
Russian (Dvoretsky)
διανέω: (fut. διανεύσομαι)
1 переплывать (ἐς τὴν Σαλαμῖνα Her.);
2 преодолевать (τοσοῦτον πλῆθος λόγων Plat.).
Greek Monolingual
διανέω (Α) νέω
1. διαπεραιώνομαι κολυμπώντας
2. μτφ. διεξέρχομαι, επεξεργάζομαι
3. κλώθω.
Greek Monotonic
διανέω: μέλ. -νεύσομαι,
I. κολυμπώ απέναντι, ἐς Σαλαμῖνα, σε Ηρόδ.
II. με αιτ., διέρχομαι, επεξεργάζομαι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διανέω: μέλλ. -νεύσομαι, διακολυμβῶ, κολυμβῶν διέρχομαι, ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., διέρχομαι…, δ. πλῆθος λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. ὕπτιος Ι.
Middle Liddell
fut. -νεύσομαι
I. to swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.
II. c. acc. to swim through, Plat.