εὐαποτείχιστος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
εὐαποτείχιστον, easy to wall off, blockade, Th.6.75, X.HG2.4.31.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht durch eine Mauer oder ein Bollwerk abzuschneiden, zu befestigen, Thuc. 6, 75; superl., Xen. Hell. 2, 4, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à fortifier;
Sp. εὐαποτειχιστότατος.
Étymologie: εὖ, ἀποτειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰποτείχιστος: который легко может быть отделен стеной или окружен укреплениями (οἱ Συρακόσιοι Thuc.; ὁ Πειραιεύς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαποτείχιστος: -ον, ὃν εὔκολον εἶναι νὰ περιβάλῃ τις διὰ τείχους, ὅπως μὴ δι’ ἐλάσσονος εὐαποτείχιστοι ὦσιν Θουκ. 6. 75, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 31.
Greek Monolingual
εὐαποτείχιστος, -ον (Α), (για τόπο) αυτός που αποτειχίζεται, που αποκλείεται εύκολα με τείχος ή οχύρωμα («εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-τειχίζω.
Greek Monotonic
εὐαποτείχιστος: -ον (ἀποτειχίζω), αυτός που εύκολα περιβάλλεται από τείχος, αυτός που μπορεί εύκολα να αποκλειστεί από οχυρά ή αυλάκια, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
[ἀποτειχ/ιζω]
easy to wall off, easy to blockade by circumvallation, Thuc., Xen.
Lexicon Thucydideum
circumvallatu facilis, easy to surround with a wall, 6.75.1.