εὔανδρος

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔανδρος Medium diacritics: εὔανδρος Low diacritics: εύανδρος Capitals: ΕΥΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúandros Transliteration B: euandros Transliteration C: eyandros Beta Code: eu)/andros

English (LSJ)

εὔανδρον, (ἀνήρ)
A abounding in good men and true, Σπάρτα Tyrt.15.1; χώρα, γᾶ, Pi.P.1.40, E.Tr.229 (lyr.), Ar.Nu.300 (lyr.), etc.; εὐανδροτάτη πόλις Plu.2.209e.
II prosperous to men, συμφοραί A.Eu.1031.

German (Pape)

[Seite 1056] reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; χώρα, μητρόπολις, Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en hommes beaux, forts, courageux;
2 qui rend les hommes heureux;
Sp. εὐανδρότατος.
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔανδρος:
1 изобилующий мужественными людьми (χώρα Pind.; γῆ Eur., Arph.; πόλις Plut.);
2 делающий счастливым, приносящий счастье (συμφοραί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔανδρος: -ον, (ἀνήρ) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη πόλις Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.

English (Slater)

εὔανδρος, -ον of fine men ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν zeugma, make the land flourish with men (P. 1.40) (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (N. 5.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔανδρος, -ον)
(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)
αρχ.
αυτός που φέρνει ευτυχία στους ανθρώπους («ὅπως ἂν εὔφρων ἥδε ὁμιλία χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῖς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η συντροφιά και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανδρος (< ανήρ), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].

Greek Monotonic

εὔανδρος: -ον (ἀνήρ),
I. αυτός που είναι άφθονος σε γενναίους άνδρες, σε Τυρτ., Ευρ. κ.λπ.
II. αυτός που φέρνει ευτυχία, ευημερία στους ανθρώπους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-ανδρος, ον ἀνήρ
I. abounding in good men, Tyrtae., Eur., etc.
II. prosperous to men, Aesch.