εὔλαλος
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
English (LSJ)
εὔλαλον,
A sweetly-speaking, LXX Si.6.5; epithet of Apollo, AP9.525.6; of the Argo, Orph.A.244: metaph., of a wine-jar, AP9.229 (Marc.Arg.).
II = εὔγλωσσος II, LXX Jb.11.2.
German (Pape)
[Seite 1078] wohlredend, beredt, Orph. Arg. 246, Ἀργώ; Apollo, Hymn. (IX, 525, 6); sonst geschwätzig, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); öfter in Anth.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au beau langage, disert;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: εὖ, λαλέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλαλος, -ον)
1. ευφραδής, εύγλωττος
2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός
μσν.
φλύαρος
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα
2. επίθ. του Απόλλωνος
3. επίθ. του Άργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάλος, υποχωρητικός σχηματισμός του ρ. λαλώ].
Greek Monotonic
εὔλᾰλος: -ον, I. αυτός που μιλάει γλυκά, γλυκομίλητος, σε Ανθ.
II. = εὔγλωσσος II, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔλᾰλος:
1 сладко говорящий (Ἀπόλλων Anth.);
2 (о вине), делающий красноречивым, развязывающий язык, (λάγυνος Anth.).
Middle Liddell
εὔ-λᾰλος, ον
I. sweetly-speaking, Anth.
II. = εὔγλωσσος II, Anth.