θυμβρεπίδειπνος

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυμβρεπίδειπνος Medium diacritics: θυμβρεπίδειπνος Low diacritics: θυμβρεπίδειπνος Capitals: ΘΥΜΒΡΕΠΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: thymbrepídeipnos Transliteration B: thymbrepideipnos Transliteration C: thymvrepideipnos Beta Code: qumbrepi/deipnos

English (LSJ)

θυμβρεπίδειπνον, supping on bitter herbs, i.e. living poorly, Ar. Nu.421.

German (Pape)

[Seite 1223] der Saturei zur Mahlzeit genießt, d. i. einen armseligen Lebensunterhalt hat, Ar. Nubb. 421. Vgl. θυμβροφάγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a que de la sarriette pour manger : sobre, frugal.
Étymologie: θύμβρα, ἐπίδειπνον.

Russian (Dvoretsky)

θυμβρεπίδειπνος: досл. питающийся одним чабрецом, перен. крайне бедно живущий (φειδωλὸς καὶ θ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θυμβρεπίδειπνος: -ον, δειπνῶν μὲ πικρὰ χόρτα, δηλ. ζῶν πενιχρῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 421.

Greek Monolingual

θυμβρεπίδειπνος, -ον (Α)
αυτός που δειπνά με πικρά χόρτα, αυτός που ζει πενιχρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + επί-δειπνος (< επί + δείπνον)].

Greek Monotonic

θυμβρεπίδειπνος: -ον, αυτός που το δείπνο του αποτελείται από πικρά βότανα, δηλ. αυτός που ζει φτωχικά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θυμβρ-επίδειπνος, ον [from θύμβρα
supping on bitter herbs, i. e. living poorly, Ar.