Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάρτυσις

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρτῡσις Medium diacritics: κατάρτυσις Low diacritics: κατάρτυσις Capitals: ΚΑΤΑΡΤΥΣΙΣ
Transliteration A: katártysis Transliteration B: katartysis Transliteration C: katartysis Beta Code: kata/rtusis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A training, discipline, παιδεία καὶ κατάρτυσις Plu.Them.2; ψυχῶν Iamb.VP16.68, cf. 20.95.
2 = confectio, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Erziehung, Sp.; von Pferden, Dressur, Plut. Them. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'élever, de former, de dresser, de discipliner.
Étymologie: καταρτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.

Russian (Dvoretsky)

κατάρτῡσις: εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάρτῡσις: -εως, ἡ, (καταρτύω), κατάρτισις (ὃ ἴδε), Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68 καὶ 95.

Greek Monolingual

κατάρτυσις, ἡ (Α) καταρτύω
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.