Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπαλαίω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπᾰλαίω Medium diacritics: καταπαλαίω Low diacritics: καταπαλαίω Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΑΙΩ
Transliteration A: katapalaíō Transliteration B: katapalaiō Transliteration C: katapalaio Beta Code: katapalai/w

English (LSJ)

throw in wrestling, Εὐάθλους δέκα Ar.Ach.710: metaph., overthrow, λόγοι -παλαίουσιν λόγους E.IA1013; τὰ ῥηθέντα Pl. R.362d; κ. πάθος λόγῳ S.E.M.8.475:—Pass., καταπαλαισθεὶς ὑπὸ τοῦ Θανάτου Luc.Cont.8.

German (Pape)

[Seite 1367] (s. παλαίω), niederkämpfen, übh. überwinden, εὐάθλους δέκα Ar. Ach. 710, λόγους Eur. I. A. 1013, wie τὰ ῥηθέντα Plat. Rep. II, 362 d; Sp., wie Luc. D. D. 7, 3, καταπαλαισθεὶς ὑπὸ θανάτου Char. 8; ἀλλότριον πάθος λόγῳ καταπαλαῖσαι S. Emp. adv. log. 2, 474.

French (Bailly abrégé)

1 vaincre dans la lutte;
2 vaincre, triompher de en gén., acc..
Étymologie: κατά, παλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-παλαίω overwinnen bij het worstelen; ook alg. overwinnen.

Russian (Dvoretsky)

καταπᾰλαίω:
1 брать верх (в состязании), побеждать, одолевать (τινά Arph.; τὸν Ἔρωτα Luc.; τὸν ἀνταγωνιστήν Plut.; πάθος λόγῳ Sext.): καταπαλαισθεὶς ὑπὸ θανάτου Luc. сраженный смертью;
2 опровергать (τὰ ῥηθέντα Plat.): οἱ λόγοι καταπαλαίουσιν λόγους погов. Eur. одни доводы опровергают другие, т. е. нет неопровержимых доводов.

Greek (Liddell-Scott)

καταπᾰλαίω: καταρρίπτω ἐν τῇ πάλῃ, παλαίων καταβάλλω, νικῶ τινα (καταγωνίζομαί τινα), εὐάθλους δέκα Ἀριστοφ. Ἀχ. 710· μεταφ., καταρρίπτω, ἀναιρῶ, νικῶ, κ. λόγους Εὐρ. Ι. Α. 1013· τὰ ῥηθέντα Πλάτ. Πολ. 362D· κ. πάθος λόγῳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 475· Παθ., καταπαλαισθεὶς ὑπὸ θανάτου τοῦ ἀμαχωτάτου τῶν ἀνταγωνιστῶν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκοπ. 8.

Greek Monolingual

καταπαλαίω (AM)
1. καταβάλλω, κατατροπώνω, νικώ κάποιον σε πάλη
2. μτφ. επιβάλλομαι σε κάποιον, υπερνικώ κάποιον ή κάτι, αντικρούω («οἱ λόγοι καταπαλαίουσιν λόγους», Ευρ.)
3. ξεπουλώ κάτι, το «ξεκάνω», το διασκορπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + παλαίω «παλεύω»].

Greek Monotonic

καταπᾰλαίω: μέλ. -σω, ρίχνω κάτω στην πάλη, σε Αριστοφ.· μεταφ., καταρρίπτω, νικώ, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

fut. σω
to throw in wrestling, Ar.: metaph. to overthrow, Eur., Plat.