κατεργάρης

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

ο, θηλ. κατεργάρα και -άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης)
πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος
νεοελλ.
1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης»)
2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» — πρόσταγμα με το οποίο δινόταν εντολή στους κατάδικους κωπηλάτες τών κατέργων να καταλάβουν τις θέσεις τους, ενώ τώρα λέγεται μεταφορικά για επάνοδο στην τάξη ή στην εργασία μετά από διακοπή
μσν.
κακοποιός καταδικασμένος να κωπηλατεί σε κάτεργο, κωπηλάτης, ναύτης σε κάτεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτεργον + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκάρης, πεισματάρης). Η λ. κατεργάρης έλαβε τη σημ. «πανούργος, δόλιος» προφανώς επειδή αυτοί που δούλευαν στα κάτεργα ήταν συνήθως κακοποιοί. Σήμερα η λ. χρησιμοποιείται και ως εύσημη, προκειμένου να εκφραστεί η έκπληξη ή και ο θαυμασμός του ομιλούντος: π.χ. τελικά τά κατάφερε οκατεργάρης! Παρόμοια χρήση παρατηρείται και σε άλλες λ., όπως π.χ. στο επίθ. άτιμος: πώς μπόρεσαν οι άτιμοι και τους νίκησαν!].