κενότης
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
-ητος, ἡ, emptiness, Pl.R. 585b, Ti.58b, Thphr. Sens.54; vanity, Phld.D.1.17; εἰς κενότητας ἄν μοι ὁ λόγος ἐξέπιπτε D.H.Is.20; κ. σφυγμοῦ Agathin. ap. Gal.8.936; cf. κενεότης.
German (Pape)
[Seite 1417] ητος, ἡ, die Leere, Plat. Rep. IX, 585 b Tim. 58 b; Nichtigkeit, Eitelkeit, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
le vide.
Étymologie: κενός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενότης -ητος, ἡ [κενός] leegheid.
Russian (Dvoretsky)
κενότης: ητος ἡ тж. перен. пустота Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κενότης: -ητος, ἡ, ματαιότης, μηδαμινότης, ἄγνοια καὶ ἀφροσύνη ἆρ’ οὐ κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν αὖ ἕξεως; Πλάτ. Πολ. 585Β, Τίμ. 58Β, Ἰσαῖ., κλ.·- κενὸν διάστημα, κενόν, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν λέξ. κενεότης.
Greek Monotonic
κενότης: -ητος, ἡ (κενός), ματαιότητα, κενότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κενότης, ητος, κενός
emptiness, vanity, Plat.