κεράω

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράω Medium diacritics: κεράω Low diacritics: κεράω Capitals: ΚΕΡΑΩ
Transliteration A: keráō Transliteration B: keraō Transliteration C: kerao Beta Code: kera/w

English (LSJ)

(A), Ep. form of κεράννυμι, used in imper. κέρα Com.Adesp. 1211; part. κερῶν Od.24.364: impf. κέρων A.R.1.1185:—Med., subj. κέρωνται Il.4.260: imper. κεράασθε (lengthd. from κερᾶσθε) Od. 3.332: impf. κερόωντο 8.470.

(B), (κέρας)
A make horned, κερόωσι σελήνην Arat.780.
II take post on the wing or take post on the flank, Plb.18.24.9.

German (Pape)

[Seite 1423] 1) = κεράννυμι, zu dem es das fut. u. die übrigen tempp. giebt; auch im praes. u. impf. oft bei Hom., bes. med., κεράασθε οἶνον Od. 3, 332, κερόωντο 8, 470, κερῶντο 15, 500, κερῶντας οἶνον 24, 364; imper. κέρα com. Ath. II, 48 a. – 2) von κέρας, – a) hornartig gestalten, ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι μορφαὶ κερόωσι σελήνην Arat. 780. – b) im Heere, auf den Flügeln stehen, Pol. 18, 7, 9.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
c. κεράννυμι;
Moy. κεράομαι, κερῶμαι (impf. 3ᵉ pl. épq. κερόωντο) m. sign.
2-ῶ :
fut. att. de κεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράω, ep. conj. praes. 3 plur. κέρωνται, imperat. 2 plur. κεράασθε, imperf. 3 plur. med. κερῶντο en κερόωντο, mengen zie κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κεράω:
I κέρας занимать место на флангах Polyb.
II (только praes.; part. κερῶν) Hom. = κεράννυμι.

English (Autenrieth)

(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; especially of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘platedwith gold, Od. 4.132.;;: see κεράννῦμι.
see κεράννῦμι.

Greek Monotonic

κεράω: Επικ. ριζικ. τύπος του κεράννυμι, μτχ. κερῶν, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στην προστ. κεράασθε (επιμηκ. από το -ᾶσθε), στο ίδ.· γʹ πληθ. παρατ. κερόωντο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κεράω: Ἐπικ. ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ἐν χρήσει κατὰ προστ. κέρα Κωμ. Ἀνώνυμ. 17· μετοχ. κερῶν Ὀδ. Ω. 364· παρατ. κέρων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1185· καὶ ἐκ τοῦ μέσου, ἐν τῇ προστ. κεράασθε (ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ -ᾶσθε) Ὀδ. Γ. 332· παρατ. κερόωντο Ἰλ. Η. 470.

Middle Liddell

κεράω, [epic radic. form of κεράννυμι, part. κερῶν Od.; Mid., in imperat. κεράασθε, Od.; 3rd pl. imperf. κερόωντο Il.]