κουροβόρος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουροβόρος Medium diacritics: κουροβόρος Low diacritics: κουροβόρος Capitals: ΚΟΥΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kourobóros Transliteration B: kouroboros Transliteration C: kourovoros Beta Code: kourobo/ros

English (LSJ)

κουροβόρον, devouring children, A.Ag.1512 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore (càd qui fait périr) les enfants.
Étymologie: κοῦρος, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουροβόρος -ον [κοῦρος, βιβρώσκω] kinderen verslindend; van verslonden kinderen:. δίκαν... πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει hij zal gerechtigheid brengen voor het geronnen bloed van de verslonden kinderen Aeschl. Ag. 1512.

German (Pape)

Knaben fressend, Kinder mordend, Aesch. Ag. 1493.

Russian (Dvoretsky)

κουροβόρος: пожирающий детей Aesch.

Greek Monolingual

κουροβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημοβόρος, θυμοβόρος].

Greek Monotonic

κουροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κουροβόρος: -ον, κατατρώγων παιδία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512· ἴδε πάχνη.

Middle Liddell

κουρο-βόρος, ον βιβρώσκω
devouring children, Aesch.