λαέρτης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
λαέρτου, ὁ, a kind of
A ant, Ael.NA10.42; a kind of wasp, ibid.
II as pr. n., Λαέρτης = Laertes, the father of Odysseus, Od.1.430, al.:—also Λαέρτιος, ου, S.Ph.87,417, etc.; Λάρτιος, ib.402 (lyr.), 1286, Aj.1, etc.
German (Pape)
[Seite 5] ὁ, nach Ael. H. A. 10, 42 eine Ameisen- u. eine Wespenart.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de fourmi, insecte;
2 sorte de guêpe.
Étymologie: DELG inexpliqué, s.v. Λαέρτης….
Greek (Liddell-Scott)
λαέρτης: -ου, ὁ, εἶδος μύρμηκος θανατηφόρου, καὶ σφῆκας δέ τινας ἐκάλουν λαέρτας, Αἰλ. π. Ζ. 10. 42. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ὁ πατὴρ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ.· ὡσαύτως Λαέρτιος, ου, Σοφ. Φ. 87, 417, κτλ.· καὶ Λάρτιος, αὐτόθι 401, 1286, Αἴ. 1, κτλ.
Greek Monolingual
λαέρτης, -ου, ὁ (Α)
είδος μυρμηγκιού ή θανατηφόρου σφήκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαός + ἔρετο (=ὡρμήθη, κατά τον Ησύχιο), λ. στις οποίες ανάγεται πιθ. και το όνομα Λαέρτης (ο πατέρας του Οδυσσέα)].
Middle Liddell
λαέρτης, ου, ὁ,
a kind of ant: as pr. n. the father of Ulysses, Od.; also Λαέρτιος, ου, Λάρτιος, Soph.