λιχανός
English (LSJ)
λιχανόν, (λείχω)
A licking: ὁ λιχανός, with or without δάκτυλος, forefinger, from its use in licking up, Hp.Art.37,al., Luc.Tim.54, Ath. 1.15d, PLips.12.9 (iii A. D.), etc.
II as substantive λίχᾰνος (sc. χορδή), ἡ, the string struck with the forefinger, and its note, Aristox. Harm.p.116 M., Arist.Pr.919a17, D.S.3.59, Plu.2.1029a, etc.
III Adj., λιχανὸς σωλήν a tube of the alembic, Zos.Alch.pp.225,236 B.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
l'index, le second doigt de la main.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.
German (Pape)
ὁ, der Finger, mit dem man leckt (λείχω), der Zeigefinger, S.Emp. adv.phys. 1.346; ἀκριβῶς τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷ ἀποσμήχων Luc. Tim. 54. – Auch die mit dem linken Zeigefinger gegriffene Zithersaite und der Ton, den diese angab, hieß ἡ λιχανός, sc. χορδή, Arist. Probl. 19.20, DS. 3.29 und Music. Davon auch λιχανοειδής, Aristox.
Russian (Dvoretsky)
λῐχᾰνός:
I λείχω облизываемый, т. е. указательный (δάκτυλος Luc.).
II ὁ (sc. δάκτυλος) указательный палец Luc.
III ἡ (sc. χορδή)
1 струна лиры, перебиравшаяся указательным пальцем Arst.;
2 звук, извлекаемый из этой струны Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λῐχᾰνός: -όν, (λείχω)· ὁ λ., μετὰ τοῦ δάκτυλος ἢ ἄνευ αὐτοῦ, ὁ πρῶτος δάκτυλος, ὁ δείκτης λεγόμενος, μετὰ τὸν ἀντίχειρα, δι’ οὗ λείχει, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, κ. ἀλλ., Λουκ. Τίμ. 54, Ἀθήν. 15D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λιχᾰνός (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ διὰ τοῦ λιχανοῦ πληττομένη καὶ ὁ τόνος ὃν ἀποδίδει, Ἀριστ. Προβλ. 19. 20, Διόδ. 3. 59., Πλούτ. 2. 1029Α.
Greek Monolingual
-ό (AM λιχανός, -όν)
(ως επίθ. του δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης
αρχ.
1. αυτός που γλείφει κάτι
2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» — ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς φθόγγος» — ο φθόγγος που αναδίδεται από τη χορδή λίχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα του θ. λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -ανός (πρβλ. ικανός, πιθανός].
Greek Monotonic
λιχᾰνός: -όν (λείχω), ὁ λιχανός (ενν. δάκτυλος), ο δείκτης του χεριού, από την χρήση του στο γλείψιμο, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
Other forms: λιχμάομαι, λίχνος
See also: s. λείχω.
Middle Liddell
λιχᾰνός, όν λείχω
the fore-finger, from its use in licking up, Luc.
Frisk Etymology German
λιχανός: λιχμάομαι, λίχνος
{likhanós}
See also: s. λείχω.
Page 2,131