παραπλήρωμα

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλήρωμα Medium diacritics: παραπλήρωμα Low diacritics: παραπλήρωμα Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: paraplḗrōma Transliteration B: paraplērōma Transliteration C: parapliroma Beta Code: paraplh/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A expletive, ὀνομάτων παραπλήρωμα words and phrases of such kind, D.H. Dem.39, cf. 19; λέξεων Id.Isoc.3.
II Geom., complement of a parallelogram, Euc. 1.43, etc.
III = stuffing, cramming, sagina, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 494] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht.

Russian (Dvoretsky)

παραπλήρωμα: ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений).

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήρωμα: τό, πλεόνασμα, ὀνομάτων παραπλ., λέξεις καὶ φράσεις πλεονάζουσαι, τὸ τοῦ Κικέρωνος complementa numerorum, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39, πρβλ. περὶ Ἰσοκρ. 3· «παραπλήρωμα δέ ἐστι λέξις ἐκ περισσοῦ κειμένη κόσμου χάριν ἢ μέτρου» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 721, 5. 2) συμπλήρωμα, συμπλήρωσις, τούτων [τῶν νόμων] Κλήμ. Ἀλ. 85.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παραπληρώ
συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα
νεοελλ.
γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών
αρχ.
1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή χάριν του μέτρου, Διον. Αλ.)
2. χορτασμός.