περιφαίνομαι

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφαίνομαι Medium diacritics: περιφαίνομαι Low diacritics: περιφαίνομαι Capitals: ΠΕΡΙΦΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: periphaínomai Transliteration B: periphainomai Transliteration C: perifainomai Beta Code: perifai/nomai

English (LSJ)

Pass.,
A to be visible all round, ὄρεος… ἕκαθεν περιφαινομένοιο Il.13.179; ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, βωμὸν ποιήσω h.Ven.100; ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.5.476: generally, to be visible, ὅσση π. ὀκλάξ Arat.517.
2 shine around, Plu.2.932b.
II later, in Act., display all round, ἶριν D.S.17.10.
III intr. in Act., Parth.17.4.

German (Pape)

[Seite 598] pass., ringsum erscheinen, sich zeigen, sichtbar sein, Il. 13, 179; ἐν περιφαινομένῳ, an rings umher gesehener, hoch und frei liegender Stätte, Od. 5, 476, wie περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ h. Ven, 100, – von allen Seiten im Lichte sein, sich deutlich zeigen, Plut. de fac. orb. lun. 20 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιφαίνομαι: Παθ., εἶμαι περίοπτος, φαίνομαι πανταχόθεν, ἐπὶ ὀρέων, κτλ., ὄρεος κορυφῇ ἕκαθεν περιφαινομένοιο, «πόρρωθεν ὁρωμένου, περιόπτου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 179· ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ βωμὸν ποιήσω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 100· οὕτως, ἐν περιφαινομένῳ (ἄνευ οὐσιαστικοῦ) Ὀδ. Ε. 476. 2) λάμπω ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 932Β. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιδεικνύω ὁλόγυρα, ὕφασμα τὸ μὲν μέγεθος ἔχον ἱματίου, κύκλῳ δὲ περιφαῖνον ἶριν τὴν κατ’ οὐρανὸν ἐοικυῖαν Διόδ. 17. 10.

English (Autenrieth)

only part., visible from every side, Il. 13.179; as subst., a conspicuous (place), Od. 5.476.

Greek Monotonic

περιφαίνομαι: Παθ., είμαι ορατός ολόγυρα ή από παντού, λέγεται για τα βουνά κ.λπ.· ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως, ἐν περιφαινομένῳ (χωρίς ουσ.), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Pass. to be visible all round, of mountains, etc., ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο Il.; περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ Hhymn.; so, ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.